Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

"Καλά είμαι γιατρέ, στείλε με πίσω..."


Ο Γιώργος Σύρος γεννήθηκε στο χωριό Κοκκωτοί Μαγνησίας στις 12 Νοεμβρίου 1929. Ήταν το έβδομο παιδί της οικογένειας και ο μόνος που τελείωσε (όπως λέει «μισοτελείωσε») το Γυμνάσιο. Στον Εμφύλιο τραυματίστηκε δύο φορές σοβαρά και έχασε το δεξί του μάτι. Έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας και έγινε μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ στην Τασκένδη (1950). Ηταν από εκείνους που εφάρμοσαν το ρητό «μαχητής και επιστήμονας». Στη Σοβιετική Ένωση σπούδασε και ανακηρύχθηκε Διδάκτορας Επιστημών με ειδίκευση στα τηλεπικοινωνιακά συστήματα. Δίδαξε στο Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιών της Τασκένδης και, μετά τον επαναπατρισμό του, σε ανώτερα τεχνολογικά ιδρύματα στην Ελλάδα. Για εκείνον η συμμετοχή στο ΔΣΕ ήταν κορυφαία στιγμή της ζωής του και η βάση έμπνευσής του για τη συγγραφή δύο αυτοβιογραφικών βιβλίων που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.




Στα χρόνια της Κατοχής, η επαρχία Αλμυρού θεωρούνταν από τις φιλικά προσκείμενες στην Αριστερά με αποτέλεσμα το 1945 να γνωρίσει σε μεγάλο βαθμό τη δράση παρακρατικών ομάδων και ποικίλες διώξεις των οικογενειών που είχαν συμμετάσχει στον αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ως μέλος μιας τέτοιας οικογένειας, ο Γιώργος Σύρος πήγε στο οκτατάξιο Γυμνάσιο Αλμυρού και λίγο πριν τελειώσει τις απολυτήριες εξετάσεις στην Ογδόη τάξη, εγκατέλειψε τα θρανία για να ακολουθήσει το Δημοκρατικό Στρατό. «Με ρώτησε ο φυσικός ο Μητάκος: «Και πού θα πας κύριε Σύρο τώρα που τελειώνετε;». Και του λέω με νόημα: «Θα πάω στη δασολογική Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκα στα βουνά και αγαπάω τα βουνά». Βέβαια δεν είχα αποφασίσει τότε εντελώς αν θα πήγαινα στην κυριολεξία στα βουνά».
Ενώθηκε με τους αντάρτες στις 27 Σεπτεμβρίου 1947, επέτειο μιας «ιστορικής μέρας», της ίδρυσης του ΕΑΜ. Η απόφαση αυτή δεν ήταν εντελώς αυθόρμητη. «Είχα σχέσεις με το Κίνημα, ήμουν μέλος της ΕΠΟΝ, όμως δεν ήμουνα «ιδεολογικά» έτοιμος». Βασικός παράγοντας που τον ώθησε να εγκαταλείψει τα πάντα και να πολεμήσει ήταν μάλλον το αίσθημα της εκδίκησης: «Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η φυλάκιση του αδερφού μου του Γιάννη (στελέχους της ΕΠΟΝ) στο κρατητήριο του Αλμυρού. Όταν πήγα και τον επισκέφτηκα, είδα ότι τον είχαν χτυπήσει στο πρόσωπο, τα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο κεφάλι και ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρατητήριο που πρωτύτερα ήταν τουαλέτα, 4 τετραγωνικά –ίσα που χωρούσε δηλαδή –και μάλιστα βρωμούσε. Θυμάμαι με μάλωσε. Σήκωσε το χέρι και φώναξε: «Να πας να δώσεις εξετάσεις! Τα μαθήματά σου να κοιτάς! Γιατί ήρθες εδώ;». Εγώ βέβαια εξοργίστηκα και φώναζα: «Τι κατάσταση είναι αυτή; Γιατί τον έχετε έτσι;». Κι έρχεται ένας χωροφύλακας και μου λέει: «Τι φωνάζεις; Μήπως θέλεις να χώσουμε κι εσένα στο κρατητήριο;». Και ακολούθησαν και παρακολουθήσεις στο σπίτι μου, που με παρότρυναν να βγω στο βουνό. Ένα μικρό αίσθημα εκδίκησης κι ένας φόβος για τον εαυτό μου, μήπως πιάσουν και μένα…». 
Μαζί με το συμμαθητή του, Λευτέρη Καραίσκο, συνάντησαν το Ανεξάρτητο Τάγμα Όθρυος του ΔΣΕ στις πλαγιές του βουνού, και εντάχθηκαν στο λόχο του Χρήστου Βαζούρα. Στο Αρχηγείο συνάντησε αρκετά στελέχη, γνωστά από τον ΕΛΑΣ, όπως τον «Φωτεινό», δεν έγινε όμως αμέσως δεκτός «γιατί δεν είχε οριστικοποιηθεί ακόμα η γραμμή του Κόμματος για μαζική κατάταξη στο Δημοκρατικό Στρατό».
Στην πρώτη συμπλοκή που συμμετείχε κοντά στο χωριό Κελεμενοί τραυματίστηκε ελαφρά από θραύσματα στο δεξί χέρι. Ακολούθησε η μεγάλη μάχη του Αλμυρού στις 24-25 Φεβρουαρίου 1948 την οποία παρακολούθησε ο επικεφαλής του ΚΓΑΝΕ, Κώστας Καραγιώργης. Η μάχη ήταν επιτυχημένη αλλά δύσκολη. Λόγω της μεγάλης νεροποντής, οι σαμποτέρ δε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις εκρηκτικές ύλες ενώ τα ΠΙΑΤ και τα αντιαρματικά έπαθαν βλάβες. «Εγώ τυχαία σώθηκα επειδή ήμουν μικρός και στο χαντάκι δε με παίρναν τα βλήματα των μυδραλίων των τανκς. Μου τρύπησε μόνο το γυλιό και το αδιάβροχο στην πλάτη. Το άλλο πρωί το έβγαλα και ήταν κόσκινο». Αλλά το πραγματικό βάπτισμα του πυρός ήρθε τον Οκτώβριο του 1948 σε μια επίθεση εναντίον δύναμης ΜΑΥ στη Σπερχειάδα: «Ένα θραύσμα χειροβομβίδας εξοστρακίστηκε, μου έβγαλε το δεξί μάτι και σταμάτησε στα ρουθούνια. Εγώ έχασα τις αισθήσεις μου –θυμάμαι μόνο ότι άκουσα τη φωνή του λοχαγού μου του Γιάννη Φυτσιλή: «Γιωργάκο, κρατήσου»– με φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και με έβγαλαν στη Ρεντίνα». Στη μεταφορά του στο νοσοκομείο συνάντησε τον αδελφό του ο οποίος σήκωσε τον πρόχειρο επίδεσμο και είπε «πάει»! «Εγώ όταν τον άκουσα, νόμιζα «πάει» σημαίνει θα πεθάνω, και καλά θα κάνω γιατί τυφλός τι να την κάνω τη ζωή…Αλλά αυτός εννοούσε πάει το μάτι».
Η ανάρρωσή του στα πρόχειρα νοσοκομεία του ΔΣΕ, με τα πενιχρά μέσα του βουνού, ήταν μια περιπέτεια που κράτησε αρκετούς μήνες: «Το θραύσμα έμεινε μέσα στα ρουθούνια. Για 13 μέρες ήμουνα τυφλός γιατί είχε πρηστεί όλο το πρόσωπο. Και με μια θεραπεία όχι σωστή, έγινε χειρότερος ο πόνος και το πρήξιμο γιατί με το ίδιο οξυζενέ που πλένανε τα τραύματα στα χέρια και τα πόδια, έπλεναν και το μάτι μου. Δεν ήξεραν οι άνθρωποι, δεν ήταν εκπαιδευμένοι νοσοκόμοι. Ευτυχώς πέρασε ο γιατρός ο Κουβαράς (ο καημένος, εκτελέστηκε μετά) και τον άκουσα –δεν τον έβλεπα– που έλεγε: «Ρε παιδιά, θα τον τυφλώσετε τον άνθρωπο! Με τσάι να πλένετε το μάτι!».
Το Μάρτιο του 1949 ήταν στη μεγάλη φάλαγγα που ξεκίνησε από το Τροβάτο των Αγράφων οδηγώντας τραυματίες, αόπλους και επιστρατευμένους από τη Νότια Ελλάδα στο Γράμμο. Σε νοσοκομείο της Κορυτσάς, ένας Ούγγρος οφθαλμίατρος με δύο ελληνίδες νοσοκόμες, τον εγχείρησε και του τοποθέτησε τεχνητό μάτι αλλά δεν εντόπισε το θραύσμα το οποίο αφαιρέθηκε το 1958 στην Τασκένδη. Για τον κ. Σύρο, η συγκινητική, εγκάρδια συμπεριφορά των Αλβανών συμπυκνώνεται σε μια κοπελίτσα «η οποία ερχότανε κάθε πρωί, μου χάιδευε το κεφάλι και μου ‘λεγε «μιρ μιρ», που στα αλβανικά σημαίνει «καλά». Αυτό δείχνει την αλληλεγγύη του αλβανικού λαού στον αγώνα μας».
            Έφτασε στο Γράμμο πάνω στην ώρα για τις μάχες της επιχείρησης «Πυρσός». Στην 159 Ταξιαρχία του Αχιλλέα Βάη (Πετρίτη) όπου εντάχθηκε, οι περισσότεροι μαχητές ήταν Ηπειρώτες: «Καθόμασταν όλοι μαζί στη φωτιά και τραγουδούσαν τα ηπειρώτικα τα τραγούδια, αυτά τα λυπητερά. Κι εγώ κρυβόμουνα και δάκρυζα. Με συγκινούσαν πολύ! Δεν τα καταλάβαινα, ήταν σα μοιρολόγια…». Ως διμοιρίτης εντάχθηκε στην άμυνα του Τσάρνο. Αν και το καλοκαίρι του 1949 δεν υπήρχε πια πιθανότητα νίκης, «εμείς πιστεύαμε ακόμη. Ξέρεις, η νεολαία λέγαμε «θα τους συντρίψουμε, θα τους κάνουμε…». Στην Κορυτσά μου έλεγε ο γιατρός να με στείλει στη Βουδαπέστη που έχει οργανωμένες οφθαλμολογικές κλινικές, να μου βάλουν γυάλινο μάτι κι εγώ διαμαρτυρόμουνα: «Μα τι λες γιατρέ; Εδώ πέφτει ο Γράμμος κι εγώ θα πάω στην Ουγγαρία; Καλά είμαι, στείλε με πίσω!». Πιστεύαμε ακόμα».
Η κατάσταση στο Γράμμο ήταν δύσκολη. Η αεροπορία έκανε τον τόπο κόλαση. Δεν θυμάται αν άκουσε την ονομασία «ναπάλμ» από τους διμοιρίτες που τους δίδασκαν πώς να προστατεύονται από τους βομβαρδισμούς, πάντως όλοι έβλεπαν τις μυστήριες βόμβες που έκαιγαν τα έλατα. Στις 6 Αυγούστου 1949 τη νύχτα μια οβίδα πυροβολικού, από αυτές που κατάβρεχαν τα υψώματα νύχτα-μέρα, τον τραυμάτισε για τρίτη φορά: «Ήταν να αντικαταστήσω ένα διμοιρίτη (ή λοχαγό, δε θυμάμαι) στην πρώτη γραμμή, στο Ύψωμα της ΕΠΟΝ, όπως το είχαμε ονομάσει. Ξέπλυνα λίγο το μάτι μου που είχε κολλήσει από τους καπνούς και ροβόλησα προς τα κάτω. Δεν πρόλαβα να κάνω εκατό μέτρα και έπεσε μια αδέσποτη του πυροβολικού. Ένα θραύσμα με χτύπησε στον κρόταφο και άλλο ένα στο δεξιό πόδι. Αυτό βγήκε το 2006, 57 χρόνια μετά!…Έπεσα κάτω και φώναζα «το πόδι μου, το πόδι μου!». Το χτύπημα στο κεφάλι ούτε το ένιωθα γιατί είχα πάθει και κάποια διάσειση». Την ίδια μέρα σκοτώθηκε ο διοικητής της 16ης Ταξιαρχίας, Σπύρος Παπαδημητρίου, τον οποίο θεωρεί έναν από τους ηρωικότερους αξιωματικούς του ΔΣΕ.
Πληροφορήθηκε την πτώση του Γράμμου στο νοσοκομείο του Ελμπασάν. «Είχαμε ετοιμαστεί για το τέλος, οφείλω να σου πω. Άλλο ήτανε ο αυθορμητισμός που υπήρχε στην αρχή και άλλη η ψυχολογία όταν επιτέθηκε ο Στρατός με όλα τα μέσα. Λέγαμε ότι θα τελειώσουμε…Αλλά δεν είχαμε ακόμα σκεφτεί, ούτε το φιλοσοφούσαμε ότι θα πηγαίναμε πρόσφυγες. Το κατάλαβα όταν μας έστειλαν σε ένα στρατόπεδο Σούκτ, έξω από τα Τίρανα. Ήταν Έλληνες πολλοί. Με κάλεσαν το βράδυ και μου λένε: «Θα πάρεις τη γραφομηχανή και θα κάνεις στα λατινικά τον κατάλογο όλων των μαχητών που είναι εδώ». Αυτή ήταν η τελευταία πράξη». Λίγο αργότερα, μαζί με χιλιάδες άλλους αντάρτες επιβιβάστηκε στο ρώσικο βαπόρι «Βλαδιβοστόκ» που θα τους μετέφερε από το Δυρράχιο στην κεντρική Ασία. Έμεινε οχτώ μέρες νηστικός λόγω του τραύματός του στο κεφάλι. Όταν έφτασε στην Τασκένδη, ζύγιζε 49 κιλά.    


H συνέντευξη παραχωρήθηκε στα γραφεία της ΠΕΑΕΑ (οδός Μαυρομματαίων) στις 7 Ιανουαρίου 2011

Ο συντροφικός άνθρωπος είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση του ΔΣΕ


Ο Γιώργος Κατσής γεννήθηκε στην Άνω Κτημένη Καρδίτσας το 1928. Στην Κατοχή ήταν μέλος της ΕΠΟΝ. Ο πατέρας του Νικόλαος ήταν πρόεδρος του Λαϊκού Δικαστηρίου στο χωριού, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του Κώστας σκοτώθηκε ως αντάρτης του ΕΛΑΣ. Το 1947, για να αποφύγει την καταδίωξη παρακρατικών ομάδων, πήγε αντάρτης στα Άγραφα και αργότερα στην 105 Ταξιαρχία του ΔΣΕ στο Γράμμο. Πήρε μέρος στην επική μάχη του Κλέφτη το 1948, βρέθηκε στην εμπροσθοφυλακή κατά τη διείσδυση στο Βίτσι και πολέμησε σε όλες τις μάχες για  την ανακατάληψη του Γράμμου το 1949 κινδυνεύοντας να σκοτωθεί στα Πατώματα. Φοίτησε στη Σχολή Ανθυπολοχαγών του Γενικού Αρχηγείου (ΣΑΓΑ). Τραυματίστηκε δύο φορές. Από το 1949 έως το 1986 έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη όπου σπούδασε και εργάστηκε ως αρχιμηχανικός. Σήμερα ζει στην Αθήνα και είναι μέλος του ΚΚΕ.  




-           Γιατί καταταγήκατε στο Δημοκρατικό Στρατό;

Για να πάρεις μια εικόνα, το 1945 δρούσαν στην Θεσσαλία δεκάδες ληστοσυμμορίες που σκότωναν και λεηλατούσαν. Τον Ιούνιο πιάσαν τον αδελφό μου το Μήτσο, τον κρέμασαν από ένα δέντρο, τον έκαναν κιμά από το ξύλο και μετά τον αφήσανε. Τον ξανάπιασαν για να τον εκτελέσουν αλλά γλίτωσε με επέμβαση του μακαρίτη του πατέρα μου. Από τότε, η οικογένειά μας ήταν στο στόχαστρο. Στις αρχές του ’46 πήγα τσοπανόπουλο στα πρόβατά μας. Εκείνη την περίοδο είχε κορυφωθεί η τρομοκρατία και κρατούσαμε περίπου 17 αντάρτες καταδιωκόμενους με επικεφαλής το Νάκο το Μπελή. Τους πηγαίναμε ψωμί. Στις 19 του Ιούλη μετακινήθηκαν και μαζί τους έφυγε κι ο αδερφός μου ο Μήτσος. Εμάς, με τον πατέρα, τη μάνα μου και τις αδελφές μου μας πήγαν «εξορία» στην Καρδίτσα κι ένας ανθυπομοίραρχος Χαλντούπης διέταξε τον πατέρα μου να πάει να φέρει τον αδερφό μου απ’ το βουνό: «Κύριε Νίκο, φέρε τα παιδιά σου και αύριο θα ‘σαι ελεύθερος». Εμάς μας απολύσανε αλλά τον πατέρα μου τον κρατήσανε, τον καταδικάσανε σε θάνατο, μετά σε ισόβια κι απολύθηκε το ’61! Ποιος; Αυτός που έφτασε πολεμώντας μέχρι το Σαγγάριο, έχασε κι έναν αδελφό του εκεί πέρα, και έφερε και το «μανλιχέρι» από κει (μ’ αυτό σκοτώθηκε ο αδερφός μου στον ΕΛΑΣ).

-           Πότε και σε ποια μονάδα ενταχθήκατε;
            Το ’47 τον Ιούλιο μήνα, αφού μας κυνηγούσαν, πήγα στο Αρχηγείο Αγράφων. Εκεί αρχηγός ήταν ο Γεδεών Λουλές και ο Θόδωρος Καλλίνος (Αμάρμπεης), αρχηγός –με συγχωρείς– με αρχίδια. Αυτός έβαλε τάξη κι όλες οι επιθέσεις γίνονταν κανονικά. Όταν πήγα αντάρτης, μας κάψαν το σπίτι, μας πήραν όλο το κοπάδι. Οι αδελφές μου (και η μικρότερη, 17 χρονών) αναγκαστικά ήρθαν μαζί μας. Το Σεπτέμβριο μιας μεγάλη πορεία –περίπου 4.000 ανθρώποι, τραυματίες, ανάπηροι, παιδιά– φύγανε απ’ τα Άγραφα για να περάσουν στην Ελεύθερη Ελλάδα. Να περάσουμε τα Τζουμέρκα και να βγούμε στο Μέτσοβο…Μετά 17 μερόνυχτα, βγήκαμε στο Μέτσοβο. Στις 25 Οκτωβρίου 1947 δώσαμε και την πρώτη μάχη, ήμουνα με μια ομάδα, 7-8 παιδιά απ’ το χωριό μου. Πού ξέραμε! Τρέχαμε μέσα στα δέντρα, τουφεκάγαμε μπαμ μπουμ! Εκεί έγινε το στρατόπεδο: γυναίκες, γέροι, μικρά παιδιά, να τους ταΐσεις, να τους ντύσεις μες στο χειμώνα…Εκεί, μετά τη Μάχη της Κόνιτσας (Δεκέμβριο μήνα), έγινε μια ανακατάταξη και απ’ την ομάδα ασφαλείας του Αρχηγείου, εγώ και κάποιοι άλλοι σύντροφοι πέσαμε στο τάγμα του Ηλία Αλευρά, στην 105η Ταξιαρχία με διοικητή τον Παύλο Τομπουλίδη, μόνιμο αξιωματικό. Περάσαμε από το Γράμμο στο Βίτσι, καθίσαμε στο Πισοδέρι (χωρίς μάχες) μέχρι περίπου τις αρχές του Μαΐου του ’48 όταν μετακομίσαμε στο Γράμμο και περάσαμε δυο αποστολές από την Κατάρα. Την Κατάρα την «καταραμένη» που λέω εγώ…Και μετά, με διαταγή, πήγαμε στα οχυρά που έπρεπε να κατασκευαστούν και να επανδρωθούν στο Γράμμο. Κι εμείς ταχθήκαμε στον Κλέφτη.

-           Μιλήστε μου λίγο για τις οχυρώσεις στο Γράμμο.

Κοίταξε να δεις, τα οχυρά –ή «αμπριά» που τα λέγαμε– ήταν ορύγματα σκαμμένα στο χώμα, σκεπασμένα με δυο ή τρεις σειρές κορμούς δέντρων και είχανε μια ή δυο θυρίδες πολυβόλου κατά την κατεύθυνση που περίμενες επίθεση. Ανάμεσα στα αμπριά υπήρχε το χαράκωμα επικοινωνίας. Όπου υπήρχε δυνατότητα βέβαια. Να μπορεί δηλαδή ανάμεσά τους να γίνεται επικοινωνία, εντολές για επίθεση, οπισθοχώρηση.

-           Όλα αυτά τα σκάψατε μόνοι σας;
Βέβαια! Υπήρχε και τάγμα πριν από μας που με διαταγή του Γενικού Αρχηγείου είχε φτιάξει τις οχυρώσεις στον Κλέφτη.

-           Ποια ήταν η διάταξή σας στη Μάχη του Γράμμου;
 Ο Κλέφτης ήταν στο Δυτικό Γράμμο όπου ήμασταν τρεις ταξιαρχίες, η 102, η 103 και η 105. Μέτωπο είχαμε από Σούσνιτσα, Τσομπάνη μέχρι τον Κλέφτη, με κατεύθυνση από τα νοτιοδυτικά προς τα ανατολικά. Στον Ανατολικό Γράμμο ήταν η Χ και η ΙΧ Μεραρχία του ΔΣΕ, με τις ταξιαρχίες 16, 18 και άλλες μονάδες. Όλοι υπαγόμασταν στην 670 Μονάδα, δηλαδή την τακτική διοίκηση του Γράμμου.

-           Θα μου περιγράψετε τη Μάχη του Κλέφτη;
Έξω απ’ την Κόνιτσα υπάρχει μια λαγκάδα που λέγεται «Τράπεζα». Εκεί είχαν στήσει 42 πυροβόλα. Τα είδαμε από ανιχνευτικές κρούσεις που κάναμε και καταλάβαμε ότι σήμερα-αύριο αρχίζουν οι επιχειρήσεις. Το κύριο ήταν να κρατήσει η κορυφογραμμή. Οι μάχες άρχισαν στις 20 Ιουνίου. Από το πρωί έρχονταν οι λεγόμενοι «γαλατάδες», τα ανιχνευτικά αεροπλάνα. Το δεύτερο σκέλος ήταν τα καταδιωκτικά, μετά το πυροβολικό και μετά ο στρατός. Έφταναν σε απόσταση 10-15 μέτρα. Τους πετούσαμε χειροβομβίδες όρθιοι και ρίχναμε τα Πάντσερ (αντιαρματικές γροθιές). Είναι καταστρεπτικό όπλο το Πάντσερ, και για σκοτωμό και για πανικό. Κάνει μεγάλο κρότο. Κι αν δεν ξέρεις να το κρατήσεις, τα αέρια θα σε τινάξουν. Το βράδυ κάναμε ανιχνεύσεις, και η μία πλευρά και η άλλη. Αυτό σε καθημερινή βάση. Και 3 φορές την ημέρα! 4 φορές την ημέρα! Στις 3 ή 4 Ιουλίου που μας παρακολουθούσε κι ο βασιλιάς απ’ τον Άη-Λια της Κόνιτσας είχε καεί ο τόπος…Τα έλατα κλαδεύτηκαν όλα από πάνω, όπως κλαδεύεις τ’ αμπέλι. Νομίζεις ότι δεν είχε μείνει ψυχή. Πτώματα, τραυματίες, κακό…Το βασικό ήταν οι ρουκέτες. Είχαν πολύ συνδυασμένα πυρά. Αλλά ο Κλέφτης δεν έπεσε. Πόσες επιθέσεις κάνανε! Εγώ σε όλη τη μάχη ήμουνα σύνδεσμος με τη διοίκηση, τον Ηλία τον Αλευρά και τον Πολιτικό Επίτροπο, τον Παύλο Κοντογιώργο, παλιός κομμουνιστής, αυτός με έκανε και μέλος του Κόμματος. «Γιώργο, πρόσεξε, φυλάξου!» έλεγε συνέχεια. Ο Κοντογιώργος ήταν «εμψυχωτής», πήγαινε στο χαράκωμα κι εμψύχωνε. Αυτό ήταν μεγάλο πράγμα σε κείνες τις κρίσιμες στιγμές. Ήταν ένα αμπρί που δεν έπεφτε με τίποτα. Με δυο μαχητές και δυο μαχήτριες με δύο πολυβόλα Μπρεν. Τους πήγαινα εγώ φαγητό και σφαίρες. Αυτό κράτησε μέχρι τις 11 Ιουλίου, περίπου 20 μέρες. Και μας αντικατέστησε το Τάγμα του Παλαιολόγου της 102 Ταξιαρχίας. Είχαν φτάσει δίπλα στον Κλέφτη αυτοί. Και στις μάχες τραυματίστηκε και ο Παλαιολόγου.


-           Πόσες απώλειες είχατε;
Το δικό μας το τάγμα μόνο είχε 50 νεκρούς (και δυο λοχαγοί, ο ένας σκοτώθηκε μπροστά μου) και κάπου 120 τραυματίες, μαζί κι η αδελφή μου η Ελένη. Να δεις πώς έκλαιγε όταν φεύγαμε…Αυτή ήταν η ιστορία του Κλέφτη. Να το πούμε για να το ξέρει ο κόσμος, το πρώτο πλήγμα στο ηθικό του Εθνικού Στρατού ήταν εδώ, στον Κλέφτη. Τους είχανε πει ότι σε 20 μέρες θα έχουν ανέβει στα βουνά και θα έχουν εξοντώσει τους ληστοσυμμορίτες.  

-           Ποια ήταν η επόμενη αποστολή σας;
Το επίλεκτο πια τάγμα του Αλευρά, παίρνουμε διάταξη απ’ τη Σαμαρίνα προς τη Ζούζουλη και Επταχώρι. Και καλύπταμε από τα αριστερά την 103 Ταξιαρχία του Υψηλάντη (Αλέκου Ρόσιου), διοικητής με αρχίδια, συγνώμη για την έκφραση…Οι μάχες που γινόντουσαν ήταν πολύ σκληρές. Όλη την πλευρά όπως είναι η Σαμαρίνα και τα αντερείσματα και βγαίνει η οροσειρά προς τα κάτω, την κάλυπτε η 103. Σκληρές μάχες. Εμάς δε μπορούσανε να μας σπάσουν πουθενά αλλά σπάσανε την 103 τελικά και κινήθηκαν να βγουν στον Άι-Λια της Φούρκας και να βγούνε στο Ταμπούρι. Με διαταγή του Γενικού Αρχηγείο στον Αλευρά γρήγορα να συμπτυχθούμε και να τους προλάβουμε στο Ταμπούρι. Φτάσαμε στο Ταμπούρι. Ο Αλευράς δίνει διαταγή σε ένα λοχαγό Γιούρα –Σλαβομακεδόνας– και με μια επίθεση ανατρέψαμε ένα λόχο του κυβερνητικού στρατού. Ο Γιούρας παλικάρι, δεν ήξερε τι θα πει πίσω. Έγινε ταγματάρχης και σκοτώθηκε αργότερα στο Μπίκοβικ. Δυο μέρες μας σφυροκοπούσαν από όλες τις πλευρές και με αεροπλάνα. Εδώ σκοτώθηκε και μια χωριανή μου, φιλενάδα με την αδελφή μου. Παίρνουμε διαταγή και περνάμε απέναντί απ’ το Σαραντάπορο, στην Κάτω Αρένα. Πιάσαμε την πλαγιά. Το βράδυ περνάνε μια διλοχία δίπλα απ’ το ποτάμι, κάτω απ’ τις θέσεις μας. Με μια επίθεση λοιπόν, πιάσαμε αιχμαλώτους, και τους ανατρέψαμε, φύγανε προς το Κάντσικο. Έπειτα πιάσαμε την Άνω Αρένα, από εκεί αρχίζει η οροσειρά που βγαίνει στο 2522 (την κορυφή του Γράμμου). Εκεί ήταν γυμνό το μέρος και όλο πέτρα. Χτύπαγε δηλαδή η ρουκέτα και τραυματιζόσουνα απ’ τις πέτρες που χτύπαγαν πάνω στα αμπριά.

Η διείσδυση στο Γράμμο

Μέχρι τις 19 Αυγούστου όλα αυτά. Προετοιμαζόμασταν για το «άλμα» από το Βίτσι στο Γράμμο. Στη Γκίνοβα είχαν συγκεντρωθεί όλα τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, πάρα πολλές δυνάμεις. Και κει πήραμε την εντολή. Θα περνούσαμε ανάμεσα στα φυλάκια του Στρατού στη Γκίνοβα και την Αλεβίτσα. Ώρα περίπου έντεκα παρά τη νύχτα, τρέχει ο λόχος και μαζί ο Παύλος ο Κοντογιώργος, αυτός ο αξέχαστος άνθρωπος. Είχαν συρματοπλέγματα αυτοί και ήταν καλά οχυρωμένοι αλλά εμείς είχαμε και Πάντσερ που ήταν φοβερό όπλο για την επίθεση. Σπάσαμε το χαράκωμα, εξοντώσαμε το φυλάκιο κι αυτοί μαζεύτηκαν προς τα πάνω και άνοιξε ο δρόμος από τα πυρά που κρατούσαν τον αυχένα. Εκεί τραυματίστηκα στο δεξί χέρι, ακόμα μέσα την έχω τη σφαίρα…Μαζί με τον Επίτροπο τραυματίστηκα και περάσαμε μαζί τα σύνορα, σε νοσοκομείο στην Αλβανία. Εμένα με πήγαν στο Ελμπασάν και δεν τον ξαναβρήκα τον Κοντογιώργο. Ήταν απ΄τα γερά στελέχη. Κομμουνιστής-Μπελογιάννης δηλαδή. Να πούμε και το όνομα του αξιωματικού που ήταν ο «αρχιτέκτονας» της διείσδυσης στο Βίτσι: ήταν ο Γιώργος Κατεμής, λοχαγός του αστικού στρατού, μετά επιτελάρχης στο Αρχηγείο Αγράφων. Τον γνώρισα καλά μετά στην Τασκένδη.  

-           Αν δεν κάνω λάθος τραυματιστήκατε ξανά μετά από λίγες μέρες
Ναι. Έκατσα στο Ελμπασάν κάπου 20 μέρες και γύρισα λίγο πριν ξαναρχίσουν οι επιχειρήσεις. Έφτασα στην Κρυσταλλοπηγή και με στείλανε σε ένα τάγμα με έναν Θεσσαλό ταγματάρχη. Στις 11 Σεπτεμβρίου έγινε η μεγάλη επίθεση στο Μάλι-Μάδι. Και ήμουνα ο πρώτος που τραυματίστηκε! Βλήμα στο δεξί χέρι. Φσσσσσ, το αίμα τιναζόταν σαν πίδακας, είχε γεμίσει η χλαίνη αίματα. Και γυρίζω ξανά στο Ελμπασάν. Λέει: «Εσύ χτες δεν έφυγες;!» (γέλια). Και ευγνωμονώ έναν Ούγγρο γιατρό που ήταν εκεί και μου διόρθωσε το χέρι και μπόρεσα μετά να δουλεύω στις οικοδομές.
            Τέλος πάντων, ξαναγύρισα στο Βίτσι, έμεινα κανα-δυο μήνες στο Τάγμα του Γκιτσούλη και το Δεκέμβριο με στέλνουνε στη Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου (ΣΑΓΑ) στο Λαιμό Πρέσπας.

-           Πείτε μου δυο λόγια για την εκπαίδευση στη Σχολή

Για να λέμε τα πράγματα σωστά, η εκπαίδευση διήρκεσε πολύ λίγο διάστημα. Ήταν ένα βουναλάκι εκεί στο Λαιμό των Πρεσπών. Τα σύνορα απέναντι. Στο βουναλάκι και μέσα στο χωριό γίνονταν όλες οι ασκήσεις με πραγματικά πυρά. Ασκήσεις τακτικής. Επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι. Σε μικρό χρονικό διάστημα γίνονταν οι ασκήσεις, δηλαδή τα μαθήματα ήταν πολύ λίγα. Η θεωρία γινόταν στη λέσχη που ήταν μέσα στο χωριό, το Λαιμό. Τι ήταν η Σχολή Αξιωματικών– για να γίνει κατανοητό: Η Σχολή ήταν η εφεδρεία του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Για να χρησιμοποιηθεί στις πιο δύσκολες επιχειρήσεις. Η Β’, Γ’ και Δ’ Σειρά ήταν στο Γράμμο. Η Ε’ και η ΣΤ’ που ήμουν εγώ ήταν στο Λαιμό. Ήμασταν η τελευταία σειρά. Από 1000 αποφοιτήσαμε κάπου 400.

-           Ποιοι ήταν οι εκπαιδευτές σας;
Ο Ζήσης ο Ζώκας, ο Χρυσόστομος ο Μπουροζίκας, ο Γιώργος Νικολάου (Νώντας), ο Γιώργος ο Βλαχάς (Φωτεινός), όλοι τους λαϊκά στελέχη. Διοικητής της Σχολής ήταν ο Νίκος Νικητίδης (Κόλιας), αξιωματικός της αεροπορίας. Αργότερα σκοτώθηκε.

-           Ποια ήταν η πρώτη μάχη που πήρατε μέρος με τη Σχολή;
Η πρώτη μάχη της Σχολής ήταν η Μάχη της Φλώρινας. Αποτελούσαμε δύναμη ταξιαρχίας με δύο τάγματα. Και το Αρχηγείο –και καλά έκανε– δεν την έστειλε την Ταξιαρχία μέσα στην πόλη γιατί θα είχαμε μεγάλη καταστροφή. Μας έβαλε να πάρουμε τη Μικρή και τη Μεγάλη Βίγλα. Και τα τμήματα που μπήκαν μέσα στη Φλώρινα ήταν ο Σκοτίδας, ο Βαϊνάς, ο Ζυγούρας (Παλαιολόγος) και ο Λευτεριάς με τη 14η Ταξιαρχία που καταστράφηκε τελείως και σκοτώθηκε κι ο ίδιος. Η δική μας περίπτωση, το Τάγμα του Μπουροζίκα: Εμείς πήγαμε να καταλάβουμε τη Μικρή Βίγλα. Είναι ένα άνοιγμα με χωράφια, είχε και λίγο χιονάκι. Μας βλέπανε μια χαρά στο χωράφι και μας περιμένανε πολύ καλά! Και μόλις φτάσαμε στα χαρακώματα, μας πελέκησαν…Το παρακάτω τάγμα –το ΙΙ– είχε πολλές απώλειες στη Μεγάλη Βίγλα. Εμείς λιγότερες γιατί ήμασταν έξω απ’ τον κλοιό. Ο κλοιός ήταν πολύ άσχημα μελετημένος. Σε έφραζαν από παντού. Η 14η Ταξιαρχία  με το Λευτέρη το Λαζαρίδη το μακαρίτη (σκοτώθηκε γρήγορα), δεν είχε διοικητή και αποκλείστηκε. Και το μόνο τάγμα που έφυγε ήταν οι σαμποτέρ που σπάσανε τον κλοιό –ήταν κι ο αδελφός μου μέσα– και βγήκανε απ’ τη χαράδρα. Οι καταστροφές ήταν μεγάλες. Μόνο η Ταξιαρχία του Παλαιολόγου είχε επιτυχίες. Γιατί ο κλοιός ήταν παντού. Από την επίθεση, πέρασαν στην άμυνα και μετά…Μας κλειδώσαν ρε παιδί μου, έγινε μακελειό! Και τα πιο πολλά θύματα δεν ήταν σκοτωμένοι στη μάχη αλλά αιχμάλωτοι που τους εκτέλεσαν. Χειρότεροι από τους Γερμανούς. Φασίστες! Δραματικά πράγματα. Στα δικά τους τα ντοκουμέντα το γράφουν με τρόπο. Και μπαίνει ένα ερώτημα γι αυτούς που θα το γράψουν: Αν χρειαζότανε να χάσουμε 800 άτομα (που χάσαμε), πρέπει να πεις ότι αξίζει η θυσία γιατί θα έχουμε επιτυχία. Αλλά να ξέρεις ότι αύριο «φεύγεις» και να χάνεις ένα επίλεκτο κομμάτι του Δημοκρατικού Στρατού, είναι ανεπίτρεπτο. Για μένα, η Μάχη της Φλώρινας δεν έπρεπε να γίνει.   

Φονικές μάχες σε Κάντσικο και Πατώματα (Απρίλιος 1949)

            Μετά τη Φλώρινα, παίρνουμε εντολή από το Γενικό Αρχηγείο να γίνει η διείσδυση στο Γράμμο. Το Μάρτη μήνα ξεκινήσαμε από το Λαιμό, περάσαμε το Μοσχοχώρι, κάτω απ’ το Νεστόριο. Ακριβώς στις 25 Μαρτίου κάναμε «λούφα», να μη γίνουμε αντιληπτοί. Αλλά αυτοί βγήκαν απ’ το Νεστόρι να κάνουν αναγνώριση. Κι έπεσαν απάνω μας! Θέλαμε δε θέλαμε ανοίξαμε πυρά. Πιάσαμε 25 αιχμαλώτους και γίναμε πια αντιληπτοί. Και φεύγοντας από κει διασχίσαμε 7 μερόνυχτα όλα τα Γρεβενά και φτάσαμε στους Φιλιππαίους. Από τους Φιλιππαίους φτάσαμε στη Σαμαρίνα. Εκεί πιο πάνω είναι ένας αυχένας όπου ξεκουραστήκαμε μια βραδιά κι από κει άρχισε η επιδρομή την 1η του Απριλίου για το Ταμπούρι. Περάσαμε από κάτω για να πάμε στο Κάντσικο (σημερινή Δροσοπηγή). Το λάθος κοίταξε τώρα: Επειδής ήξερα το μέρος πολύ καλά, λέω στον Κόλια: «Σύντροφε διοικητή, κάτι πατήματα βλέπω», «Έλα μωρέ Γιώργο (με ξέραν καλά), οι Βλάχοι είναι που βόσκουν τα πρόβατα». Δεν το πήραμε σοβαρά…Είχε βγει μια διλοχία στο Ταμπούρι και κατέβηκε πιο κάτω στο αντέρεισμα που λέγεται τώρα Αγία Παρασκευή και κάθονταν. Με μια κίνηση μπορούσαμε να τους πιάσουμε όλους αιχμάλωτους. Μόλις άρχισε το πρώτο μπαμ στο Κάντσικο, σαν την οχιά που πας να την πειράξεις, ξύπνησε κι αυτή η διλοχία. Και πάνω στο Ταμπούρι που είχα μείνει εγώ με μια διμοιρία, μας πελεκήσανε! Αεροπορία, πυροβολικό…Κι εμείς κατεβήκαμε πιο κάτω. Το λάθος ήταν που είδαμε τα πρώτα δείγματα στο ντορό και δεν το πήραμε σοβαρά…Και όλο τον καιρό της μάχης στο Κάντσικο είχαμε να αντιμετωπίσουμε το Ταμπούρι που ήταν στα χέρια τους, το αντέρεισμα προς τη Γύφτισσα και το Κάντσικο. Μπήκαμε στο Κάντσικο, δε μπορέσαμε να σπάσουμε. Απ’ τον Αι-Λια της Φούρκας μέχρι τη Γύφτισσα, όλη η Σχολή πολεμούσε. Μπαίνει στη μάχη το ΙΙ Τάγμα με τον Αντώνη τον Τσακμάκη. Πήρε ένα φυλάκιο κι εκεί σταματήσαμε. Αιμορραγία. Ψωμί δεν είχαμε, νερό δεν είχαμε. Εντολή επίθεση την ίδια μέρα. Εν τω μεταξύ αυτοί είχανε πιάσει 7 αιχμαλώτους δικούς μας. Και κάναμε την επίθεση, σπάσαμε τη διλοχία και δεν ξέραν από πού να φύγουν. Και βάλαν τους δικούς μας τους αιχμαλώτους να φωνάξουν σε μας ότι θέλουν να παραδοθούν. Παραδοθήκαν οι περισσότεροι τελικά. Πολλά θύματα στο Κάντσικο, σκοτώθηκε ο ίδιος ο Κόλλιας και λοχαγοί και τραυματίστηκε κι ο Υψηλάντης.
            Περάσαμε στην Κάτω Αρένα κι εγώ εντάχθηκα στο Λόχο Ανιχνευτών. Πηγαίναμε από διαδρομές που τις ήξερα πολύ καλά. Ένα περιστατικό, έτσι για ποικιλία: Μια φορά κάναμε ενέδρα κοντά στην Αγία Παρασκευή. Από τις δυο πλευρές του δρόμου, μέσα σε πυκνούς θάμνους. Πέρασε η φάλαγγα –ένα τάγμα ήταν– και μόλις πέρασε ο τελευταίος ημιονηγός με το όπλο χιαστί, χαπ, τον αρπάζουμε. Και μέσα στη χαράδρα πήραμε απ’ αυτόν «γλώσσα», όπως λέγαμε τη συλλογή πληροφοριών. Και μάθαμε απ’ αυτόν ότι ήταν τάγμα που είχε βγει απ’ τη Σαμαρίνα –είχαν βάσεις μεγάλες.
            Στις 30 Μαΐου έγινε στην Πέτρα Μούκα (ένα μέρος που βγαίνει νερό απ’ την πέτρα. Να το πιεις, σίδερο) μια μεγάλη σύσκεψη για να χτυπήσουμε τη βάση του Στρατού στα Πατώματα του Γράμμου. Ήταν κι ο Γούσιας κι ο επιτελάρχης της ΙΧ Μεραρχίας, ο Γιώργος Ασσούρας. Και ο Στέργιος ο Κόκκας κι ο Αντώνης ο Τσακμάκης, διοικητής του ΙΙ Τάγματος της Σχολής. Καταλήξαμε ότι πρέπει να γίνει πρώτα μια πολύ καλή ανίχνευση. Αυτοί στα Πατώματα είχαν τρεις σειρές συρματοπλέγματα κι ενδιάμεσα σειρές νάρκες. Και μετά τα αμπριά. Μιλάμε για φρούριο άπαρτο! Το μεγαλύτερο οχυρό που υπήρχε στο Γράμμο. Ο Μπαλοδήμος ο μέραρχος έλεγε: «Η Αθήνα θα πέσει, τα Πατώματα δεν θα πέσουν». Πήγανε παιδιά απ’ το μηχανικό δυο βραδιές και κατάφεραν χωρίς ν’ αντιληφθούνε, να απενεργοποιήσουν τις νάρκες. Ανίχνευση πολύ καλή. Και μετά έγινε η επίθεση. Μπροστά στο συρματόπλεγμα ήταν μια πέτρα και καλυπτόμασταν (όπως πάντα, απ’ τα πυρά κοιτάζεσαι πού να προφυλαχθείς). Αλλά εκεί είχανε 8 καναδέζικους όλμους και την είχαν επισημάνει την πέτρα. Ξέρεις, εγώ δεν φοβήθηκα στο βουνό ούτε αεροπορία ούτε τίποτα, παρά μόνο τον όλμο. Δεν ήξερες από πού θα σου ‘ρθει! Όσο καλός μαχητής να ήσουνα, δε μπορούσες να φυλαχτείς ούτε κάτω από πέτρα ούτε κάτω από δέντρο. Σ’ αυτή ακριβώς την πέτρα, τραυματίζεται θανάσιμα ο Αντώνης ο Τσακμάκης. Του κόπηκε το πόδι…Κι αναλαμβάνουμε εμείς την επίθεση. Πήραμε τα δυο μπροστινά πολυβολεία αλλά δε μπορέσαμε να προχωρήσουμε καθόλου. Από τα αριστερά ήμασταν εγώ, ο Καστανάς ο Φάνης κι ένας Γιώργος Πόντιος, πολυβολητής. Έρχεται από πίσω μου ο Αχιλλέας ο Προυτσάλης (που είχε αναλάβει διοικητής της Σχολής) και με χτυπάει στο ώμο: «Γιώργο, τι κάνεις εδώ; Επίθεση!». Αριστερά ήταν ένα πολυβολείο με 7 άτομα. Από πίσω του ήταν ένα άλλο με 25 άτομα. Εμείς είχαμε πυρά με τον μπροστινό. Μόλις είπαμε «επίθεση» και σηκώνεται ο πολυβολητής μας ο Γιώργος, μπαμ πάρτον κάτω. Εγώ ρίχνω δυο χειροβομβίδες, περνάω το πολυβολείο με τους 7 και πάω κατευθείαν σε κείνο με τους 25. Από πίσω μου όμως βγήκε ένας λοχίας να με καθαρίσει αλλά πρόλαβε ο Καστανάς ο Φάνης που ερχόταν πίσω μου και μπαμ μπαμ μπαμ…Και πιάσαμε 20 άτομα. Βγήκαν έξω, τρέμανε…Θυμάμαι αυτό το λοχαγό τους. «Από πού είσαι;», «Απ’ την Καρδίτσα», «Α, κι εγώ απ’ το Μουζάκι. Πάρε πατρίδα, πάρε!». Μου έδωσε το ρολόι του, να μην τον σκοτώσω…Ήταν κι ένας ταγματάρχης σκοτωμένος, πήρα τη χλαίνη του... Εφτά άτομα με μια γυναίκα μπροστά τους πήγαμε όλους στην Πέτρα Μούκα. Αυτοί μπορούσαν να φύγουν αλλά απ’ το φόβο τους (κάθε πέτρα κι αντάρτης σου λέει), δεν κάναν τίποτα. Και σε ένα άλλο ύψωμα που ήταν απέναντι, την Οξιά, κάναμε μια κρούση την άλλη μέρα και το εγκατέλειψαν από φόβο μην πάθουν τα ίδια. Κι έμεινε όλος ο Σαραντάπορος ελεύθερος για το Δημοκρατικό Στρατό. Ο Στρατός δεν το περίμενε, εμείς ήμασταν για υποχώρηση και να χουμε τέτοια επιτυχία! Σ’ αυτή τη μάχη είχαμε πολλά θύματα και πολλές ανδραγαθίες…Σκοτώθηκε κι ένας χωριανός μου.

-           Δεν φοβόσασταν σε όλες αυτές τις μάχες; Ήσασταν 20 ετών.
Εγώ το μόνο που φοβήθηκα στον πόλεμο, ήταν να μην πιαστώ αιχμάλωτος. Ήθελα να σκοτωθώ επί τόπου. Γιατί θυμόμουν αυτό που είχανε κάνει στον αδελφό μου που έμεινε κρεμασμένος 8 ώρες. Ό,τι και να μου κάναν δε με πείραζε, αρκεί να με σκοτώναν επί τόπου.

-           Φτάνατε τόσο κοντά που μπορούσατε να ακούτε τους φαντάρους να μιλάνε;
Ξέρεις τι είναι να πας το βράδυ σε έναν αυχένα και ν’ ακούς απέναντι στα υψωματάκια το ράδιο; Απ’ τα Πατώματα ακουγόταν η Συννεφιασμένη Κυριακή. Και να το ακούς μέσα στο δάσος…Πανόραμα. Άλλο πράγμα!

-           Θέλω μια γενική εκτίμησή σας για τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού.
Ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν ένας λαϊκός στρατός σε εθελοντική βάση. Και οι άνθρωποι, ο περισσότερος κόσμος, βγήκανε στο βουνό απ’ την αδικία, την τρομοκρατία και τους σκοτωμούς. Δε βγήκε ο κόσμος απ’ τη θέλησή του, τον εξανάγκασαν οι τρομοκράτες, οι ταγματασφαλίτες, οι ληστές, όλοι άνθρωποι των κακουργημάτων. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ή έπρεπε να πας φυλακές κι εξορία ή να βγεις στο βουνό. Οι άνθρωποι που πολέμησαν στον ΕΛΑΣ δε μπορούσαν ν’ αντέξουν σ’ αυτές τις συνθήκες. Και μέσα σ’ αυτούς, εκείνο που δε γνώρισε καμία άλλη ιστορία στον κόσμο, είναι που είχαμε 20-25% γυναίκες, 17 και 18 χρονών γυναίκες που πήγαιναν μπροστά στην επίθεση και σκοτώνονταν. Ο λαϊκός στρατός διαμορφώθηκε με την εμπειρία του μέσα από τις μάχες κι απ’ το μίσος του για το καθεστώς (όχι τη χώρα αλλά το καθεστώς, τους πουλημένους ανθρώπους). Και οι επιτυχίες μεγάλες αν συγκρίνεις το 1 προς 10 και το 1 προς 50 στον οπλισμό. Από πού βγαίνει αυτή η πίστη, η αφοσίωση, το θάρρος, να πολεμάνε σαν επιστήμη άνθρωποι αγράμματοι (γιατί οι περισσότεροι ήταν αγροτόπαιδα); Ήτανε η πίστη στα ιδανικά του ΕΛΑΣ που είδε ο κόσμος στα βουνά την Κατοχή, που δεν υπήρχαν αδικίες, ο κόσμος ήταν ελεύθερος. Κι αυτήν την ελπίδα την κληρονόμησε ο λαϊκός στρατός. Τα στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού ήταν λαϊκά, με μια λέξη. Αυτό το ενδιαφέρον του κάθε στελέχους από το διμοιρίτη μέχρι τον ταγματάρχη προς τους μαχητές δεν το είχε κανένας αστικός στρατός: «Έχεις παπούτσια; έχεις χλαίνη; έχεις να φας;». Πάρε τη Σχολή Αξιωματικών. Όλοι οι αξιωματικοί, μηδενός εξαιρουμένου, είχαν ήθος, σε χαιρετούσαν σαν όμοιό τους. Δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα στους μαχητές και τους αξιωματικούς, ούτε στο φαγητό ούτε στο ντύσιμο. Και η διαπαιδαγώγησή μας έκανε τον άνθρωπο να είναι λαϊκός, κοινωνικός και συντροφικός σε όλα τα επίπεδα. Πώς να πετύχουμε το σκοπό μας, πώς να σώσουμε τους τραυματίες…Πού είδες ταγματάρχη να πηγαίνει μπροστά; Κινητό χειρουργείο με γιατρούς αιχμαλώτους από το Στρατό που μείνανε μαζί μας; Μόνο στο Δημοκρατικό Στρατό θα τα δεις αυτά τα πράγματα…Αυτός ο ηρωισμός δεν υπήρχε σε κανένα κίνημα του κόσμου. Οι κατακτήσεις αυτές είναι πολύ μεγάλες. Κι ακόμα στους περισσότερους που υπάρχουμε στη ζωή, ο κοινωνικός, ο συντροφικός άνθρωπος υπάρχει μες στο χαρακτήρα μας.


Η συνέντευξη δόθηκε στην Πλατεία Αττικής, στις 3 Ιανουαρίου 2011   

Δεν ήθελα να σκοτώνω, ήταν Έλληνες γαμώτο…

     Ο Κώστας Σκαλτσάς γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1918 στο Πράσινο Γορτυνίας, γιος ενός εύπορου κτηματία που είχε ζήσει χρόνια στην Αμερική. Πέρασε από τρία γυμνάσια, γιατί ήταν «λίγο ζωηρός». Ο πόλεμος του ’40 έκοψε τα όνειρά του να γίνει δικηγόρος. Επιστρατεύτηκε και πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο αλλά ο πόλεμος που σημάδεψε όλη τη μετέπειτα ζωή του ήταν ο Εμφύλιος. Αρχικά υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός στην Εθνοφυλακή και από το 1946 σε μάχιμη μονάδα. Για τις «τρέλες», όπως τις λέει, που έκανε, προβιβάστηκε πέντε φορές επ’ ανδραγαθία και το 1948 μονιμοποιήθηκε στο στρατό με το βαθμό του λοχαγού και εύφημο μνεία της VIII Μεραρχίας. Στις μεγάλες μάχες του Γράμμου το 1948 ήταν ο πρώτος που ανέβηκε στο ύψωμα του «Κλέφτη» και αναφέρεται ονομαστικά στην επίσημη ιστορία του ΓΕΣ. Το 1952 πολέμησε ως διοικητής λόχου στην Κορέα όπου ανδραγάθησε και παρασημοφορήθηκε. Υπηρέτησε στο Επιτελείο, στην Κύπρο (1964-1967) και αποστρατεύτηκε το 1974. Ζει σήμερα στη Νέα Σμύρνη, γεμάτος αναμνήσεις από πολέμους αλλά και μια μόνιμα εύθυμη διάθεση που ξαφνιάζει ευχάριστα τους συνομιλητές του.  

   

«Στον πόλεμο του ’40 με είχανε βάλει τσολιά. Ήμουνα σε Σύνταγμα Ευζώνων γιατί ήμουνα και λεβεντόπαιδο, μην κοιτάς τώρα…» λέει γελώντας…Η Κατοχή τον βρήκε στο χωριό του, το Πράσινο. Η εμφάνιση των αντιστασιακών οργανώσεων και ο αρχικός ενθουσιασμός, τον έκαναν να ενταχθεί στο ΕΑΜ αλλά σύντομα αποχώρησε και έγινε μάλιστα δαχτυλοδεικτούμενος από τους «κομμουνιστές» του χωριού του. Μετά τα Δεκεμβριανά, κλήθηκε ξανά να υπηρετήσει τη θητεία του στην Εθνοφυλακή. «Μας φώναξε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας στην Αθήνα, ως έφεδρο αξιωματικό (εγώ δεν το ήξερα ότι με είχανε ονομάσει στην Αλβανία). Ήταν να γίνει ένα σύνταγμα από αξιωματικούς και πήγαμε στο Μεσολόγγι να κάνουμε επιστράτευση και μετά ο καθένας θα πήγαινε αλλού. Στο Μεσολόγγι καθίσαμε 1-2 μήνες περίπου. Είχα γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, μεταξύ αυτών και το δεσπότη που ήταν απ’ τα Καλάβρυτα…Κάποτε ετοιμαστήκαμε να κάνουμε μια εξόρμηση γιατί είχε εμφανιστεί στην περιοχή αυτός ο κομμουνιστής που του έχουνε και αγάλματα τώρα». Αυτός ο «κομμουνιστής» δεν ήταν άλλος από τον Άρη Βελουχιώτη που είχε ξαναπάρει το δρόμο των βουνών.
            Στις αρχές του 1946 η μονάδα μεταστάθμευσε στην Κόνιτσα όπου άρχιζαν πια οι μάχες με τους αντάρτες. «Εγώ στις μάχες απέφευγα να χτυπήσω κανέναν. Ήσαν Έλληνες γαμώτο κέρατό τους…Έκανα όμως πολλές τρέλες με το λόχο μου –έμπαινα από το αλβανικό έδαφος και τους πλευροκοπούσα κλπ– και οι δικοί μου φοβόντουσαν μήπως σκοτωθώ». Η πρώτη σοβαρή εμπλοκή σε μάχη ήταν η Μάχη της Κόνιτσας το Δεκέμβριο του 1947. «Τι είχα περάσει εγώ εκεί, ούτε ο Χριστός δε γλίτωνε. Και την άλλη μέρα ήρθε και η βασίλισσα η Φρειδερίκη με τα πόδια, εκεί που ούτε τζιπ δεν πέρναγε». Το 1948, εξαιτίας ενός οικογενειακού «ρουσφετιού», το ΓΕΣ ενέκρινε την τοποθέτησή του ως εκπαιδευτή στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών (ΣΕΑ) Κέρκυρας. «Μόλις το άκουσα εγώ, είπα δεν πάω. Να ακυρωθεί». Ο στρατηγός Σκαλτσάς κρατά ακόμα στο προσωπικό αρχείο του την έγγραφη διαταγή του υποστράτηγου Ανδρέα Μπαλοδήμου, διοικητή της VIII Μεραρχίας Ηπείρου με την οποία αποδιδόταν έπαινος στο λοχαγό του 583 Τάγματος Πεζικού για την άρνησή του να εγκαταλείψει το λόχο του, «καίτοι μετατεθείς, επιδειξάμενος ούτω ανωτέρα αντίληψιν των στρατιωτικών του καθηκόντων και πλήρην κατανόησιν του σήμερον διεξαγομένου αγώνος».
Τον Ιούλιο του 1948 ήρθε μια ακόμα προαγωγή επ’ ανδραγαθία για μια ακόμα «τρέλα»: «Πάνω από την Κόνιτσα ήταν ένα ύψωμα που λεγόταν «Κλέφτης». Ήτανε δυο ταξιαρχίες εκεί, η 74 και η 75. Εγώ είχα πάρει άδεια 5 μέρες να πάω στο χωριό μου γιατί η μάνα μου δεν ήταν καλά. Και όταν γύρισα είδα το τάγμα με διοικητή τον Κουμανάκο και είχε σχεδόν διαλυθεί. «Κύριε διοικητά, τι γίνεται;», «Έχουν μεγάλες δυνάμεις» λέει. Εγώ, χωρίς να ρωτήσω κανέναν, παίρνω 15 άνδρες κι ανεβαίνω πάνω…Ήταν πολύ δασωμένη η περιοχή. Ενώ βαδίζαμε, βλέπω σε ένα σημείο, ένα πολυβολείο. Εκεί που σκεφτόμαστε πώς να προσανατολιστούμε, ακούω μια φωνή από έναν κομμουνιστή που ήταν σκοπός πάνω σε ένα δέντρο: «Σύντροφε Νίκο, ήρθα να σε αντικαταστήσω». Όπως κατέβηκε κάτω αυτός, μας είδε! «Ρε, μας φάγαν οι φασίστες!». Βγαίνω έξω, πρόλαβα να συλλάβω κι έδωσα διαταγή να μην τους πυροβολήσει κανείς. Ρίξαμε κι εμείς μερικές τουφεκιές στον αέρα κι αυτό ήταν. Όταν άκουσαν τα πυρά [οι αντάρτες] που κατείχαν θέσεις χαμηλότερα από το ύψωμα, που είχαν διώξει το Τάγμα, σου λέει τι γίνεται πάνω; Και ήρθαν χωρίς να ξέρουν. Τους ρίξαμε αλλά τι να κάνουμε 15 με 700; Οπότε τι κάνω; Παίρνω ένα μεγάφωνο κι αρχίζω: «Α’ Μοίρα Καταδρομών, μ ακούς Δημήτρη;! –Μην παραδοθούν χωρίς οπλισμό! Β’ Μοίρα Καταδρομών, άσε το τηλέφωνό σου ανοιχτό!» Κι αυτοί το έσκασαν και μπήκαν στην Αλβανία και εγώ πήρα επ’ ανδραγαθία!».

Ο σεβασμός του αντιπάλου ήταν βασικός ηθικός και πολεμικός κανόνας για τον 30χρονο τότε λοχαγό. Ακόμα και σήμερα, επαναλαμβάνει χαρακτηριστικά πως απέφυγε να σκοτώσει ανθρώπους, ακόμα και την ώρα της μάχης, ενώ σεβόταν πάντα τη ζωή των αιχμαλώτων: «Τις περισσότερες ζημιές κάναν αυτοί που ήσαν στα μετόπισθεν, στη μεταφορά πυρομαχικών, στους τραυματίες, σ΄ αυτές τις τρίχες...Παίρναν τους αιχμαλώτους που δίναμε εμείς και κάνανε το παλικάρι και σκοτώνανε. Εγώ αυτό δεν το ‘θελα ποτές…Άκου να δεις: Κάποτε με στέλνουν να ενισχύσω μια ταξιαρχία πάνω από την Άρτα. Σε ένα μοναστήρι πιάσαμε όλους τους συμμορίτες. Και διοικητής τους ήταν ένας συνταγματάρχης μόνιμος. Δεν είχανε φύγει ακόμα οι αιχμάλωτοι, κι έρχεται ένας φαντάρος που τον είχα ιπποκόμο: «Κύριε διοικητά, είναι ένας ταγματάρχης του ΣΕΜ εδώ που είδε μια όμορφη κοπέλα –αντάρτισσα– και ήθελε να τη βιάσει. Την είδα, έκλαιγε», «Τι λες ρε;» του λέω. Εκείνος ο ταγματάρχης ήταν με το στρατηγό τον Κετσέα και τους άλλους και κουβεντιάζανε…Λέω: «Μπορώ να κάνω μια ερώτηση στον κύριο ταγματάρχη από δω; Γιατί ρε πήγες να καβαλήσεις την κοπέλα; Εμείς κάνουμε αυτές τις παλιανθρωπιές για να δείξουμε ότι είμαστε ανώτεροι άνθρωποι απ’ αυτούς που κυνηγάμε;». Αυτός λέει: «Στρατηγέ, πώς επιτρέπετε στο λοχαγό σας να μου μιλάει έτσι! Δε σου επιτρέπω!». Τον πλακώνω λοιπόν στις γροθιές…Ο ΜΠαλοδήμος το ‘μαθε και τι κάνει; Τον μεταθέτει αυτόν κι εμένα μου κοπανάει 20 μέρες φυλακή αλλά με εντολή στον Κουμανάκο: Ούτε θα του το πεις ούτε θα το γράψεις στις διαδοχικές σημειώσεις…Έπειτα από ένα γράμμα, παίρνω ένα γράμμα από έναν παπά από το Βόλο και μ’ εξυμνούσε, έγραφε ότι διαβάζει κάθε μέρα στη λειτουργία το όνομά μου και παρακαλούσε το Θεό να με έχει καλά. Ήταν η κόρη του…».      
  
Η συνέντευξη δόθηκε στη Νέα Σμύρνη, στις 28 Δεκεμβρίου 2010


Τους βγάζαμε με φλογοβόλα από τα πολυβολεία...


Ο Δημήτρης Μπίκος γεννήθηκε στο Μοναστήρι Τριφυλλίας το 1928. Όπως συνέβη με όλους τους συνομηλίκους του, η παιδική και εφηβική του ηλικία σημαδεύτηκαν από τα βίαια γεγονότα της Κατοχής. Υπηρέτησε ως εθελοντής στο στρατό  και πολέμησε για δύο χρόνια στη Δυτική Μακεδονία, στις μεγάλες μάχες του Γράμμου και του Βίτσι με το 601 Τάγμα Πεζικού. Συμπλήρωσε 30 μήνες υπηρεσίας στην πρώτη γραμμή, «όσους κανένας αξιωματικός», όπως λέει ο ίδιος. Τον Οκτώβριο του 1949, ως λοχίας πλέον, εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων από όπου αποφοίτησε το 1952 ως μόνιμος ανθυπολοχαγός πεζικού. Αντιτέθηκε στη Χούντα και υπηρέτησε ως ταγματάρχης στην Κύπρο όπου και τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια του Αττίλα Ι το 1974. Αποστρατεύτηκε το 1985 με το βαθμό του αντιστράτηγου. Κοιτάζοντας πίσω, συμπεραίνει πως οι αξιωματικοί που γνώρισε στις μάχες του Εμφυλίου, ήταν οι καλύτεροι που συνάντησε στη 45χρονη σταδιοδρομία του, εκείνοι που τηρούσαν κατά γράμμα τους κανόνες πολέμου και έδιναν πρώτοι το παράδειγμα.  


Ο στρατηγός Μπίκος ανδρώθηκε στη Μεσσηνία του 1944, δηλαδή σε χρόνο και τόπο όπου ο εμφύλιος ξέσπασε στην αγριότερη εκδοχή του. Όπως λέει ο ίδιος, «εγώ στην Κατοχή δεν έζησα τη ναζιστική τρομοκρατία, εμείς καθημερινή τρομοκρατία νιώσαμε μόνο από τους κομμουνιστές. Παιδί ήμουνα, και άκουσα πρώτη φορά από τον πρόεδρο Λαϊκού Δικαστηρίου τις λέξεις: «Εσχάτη των ποινών». Και πήγα στον πατέρα μου να τον ρωτήσω τι σήμαινε αυτό…». Είδε με τα μάτια του τα πτώματα από τις αντεκδικήσεις στο Μελιγαλά, ενώ πήγαινε από το χωριό του για την Καλαμάτα: «Φοβερό το θέαμα αλλά δεν του έδινες σημασία τότε. Τους είχαν πετάξει στην Πηγάδα. Τους είχαν δεμένους από τα χέρια με συρματόπλεγμα, πατέρα με γιο –γνωστούς μου. Στο δρόμο Μελιγαλά-Καλαμάτα έβλεπες ανθρώπους κατακρεουργημένους. Φοβερό μακελειό». Στο σπίτι της οικογένειας Μπίκου κατέλυαν αντάρτες καθημερινά, ενώ ο πατέρας του 16χρονου τότε Δημήτρη, Κωνσταντίνος, γραμματέας της κοινότητας και χαρακτηρισμένος ως «αντιδραστικός» (αν και πολιτικά ανήκε στο Κέντρο), είχε συλληφθεί και ανακριθεί από την εαμική οργάνωση και διέφυγε τελικά από το εκτελεστικό απόσπασμα μόνο χάρη στη μεσολάβηση ενός συναδέλφου του υπαξιωματικού.
Το διάστημα της εαμοκρατίας (Σεπτέμβριος 1944-Φεβρουάριος 1945) στη Μεσσηνία με τα αιματηρά γεγονότα στο Μελιγαλά, τους Γαργαλιάνους, την Καλαμάτα και την Πύλο, δημιούργησε μια πραγματική δεξαμενή εκδίκησης όσων είχαν ενταχθεί στην αντικομμουνιστική παράταξη ή θεωρούσαν εκ των πραγμάτων τους εαυτούς τους, αντιπάλους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, «υπήρξε αντίδραση και μάλιστα μεγάλη από όσους είχανε θύματα από τους κομμουνιστές. Και στο δικό μας χωριό ήρθαν οι Χίτες και σκοτώσαν μια ξαδέλφη μου. Με φωνάξανε από το σχολείο και άρχισα και φώναζα νευριασμένος στον αρχηγό τους, τον Τζουλή, ήταν συμμαθητής μου στο σχολείο…Δεν είχε κάνει τίποτα η κοπέλα, 20 χρονών. Δυστυχώς δεν υπήρχε αντίδραση στους πραγματικούς υπεύθυνους αλλά στους συγγενείς. Γίνονταν αυτά…». Ο νεαρός Δημήτρης μισούσε τόσο τον αρχηγό του ΕΛΑΣ Μεσσηνίας, (μόνιμο αξιωματικό και σήμερα αντιστράτηγο) που τον θεωρούσε υπεύθυνο για την παραλίγο εκτέλεση του πατέρα του, ώστε έκανε κάτι που σήμερα το θεωρεί τρέλα: «Το Μάρτιο του ’45 ξημερώσαμε εγώ μαζί με άλλα 4 παιδιά –παλιόπαιδα ήμασταν– έξω από το σπίτι του στο χωριό του. Ευτυχώς δεν ήταν μέσα γιατί θα τον σκότωνα. Θα έβαφα τα χέρια μου με αίμα…». Ο διχασμός κατέτρωγε ακόμα και την ίδια την οικογένεια, αφού τα ξαδέλφια του ήταν ενταγμένα στην Αριστερά και οι διαπληκτισμοί μαζί τους σχεδόν καθημερινοί. Κάποιοι σκοτώθηκαν αργότερα σε μάχη. Με αυτό τον τρόπο, λίγο-πολύ ασυνείδητο, τα εμφύλια πάθη ανακυκλώνονταν και έπαιρναν μαζικές διαστάσεις. «Δεν ξέραμε τότε, ήμασταν παιδιά, και δε μπορώ να αξιολογήσω τα πράγματα, όπως τα αξιολογώ τώρα. Αλλά θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γιατί είχα τον πατέρα μου ο οποίος ήταν άνθρωπος του βιβλίου και πολύ ενημερωμένος: Ό,τι μου λέγαν οι ινστρούχτορες του ΚΚΕ στο σχολείο (επί εαμοκρατίας), πήγαινα μετά στο σπίτι και ρωτούσα τον πατέρα μου και εκείνος μου τα εξηγούσε διαφορετικά».
  
Εθελοντής στο στρατό

Κάτω από τις συνθήκες που επικρατούσαν στην επαρχία, ο στρατός προσέφερε μια ασφαλή διέξοδο: «Εγώ φοβόμουνα στο χωριό μη με πάρουν οι αντάρτες. Και έκανα τα χαρτιά μου για να πάω στην αεροπορία, ο νονός του αδελφού μου ήταν αξιωματικός της αεροπορίας. Η μάνα μου έβαλε τις φωνές. Ο πατέρας μου έλεγε «όπου θέλει το παιδί». Τελικά δεν έγινε τίποτα και εγώ με άλλα δυο παιδιά πήγαμε εθελοντές στο στρατό».
Το Μάρτιο του 1947, ο 19χρονος εθελοντής κατατάχτηκε στο 601 Τάγμα Πεζικού που έδρευε στη Μυτιλήνη. Εκεί είχε και την πρώτη του συμμετοχή σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις μικρής κλίμακας. «Ήταν ένας κατσαπλιάς στη Λέσβο που δεν θυμάμαι πώς τον έλεγαν. Και τον κυνηγούσαμε…». Στη συνέχεια, το Τάγμα μετακινήθηκε στους Μαυραναίους Γρεβενών, στο κέντρο της ανταρτοκρατούμενης επικράτειας του Γράμμου, από όπου συμμετείχε σε όλες τις επιχειρήσεις. Βασικός αντίπαλος το Αρχηγείο Δυτικής Μακεδονίας του ΔΣΕ και ένας αρχηγός ανταρτών που είχε ήδη γίνει γνωστός από τη συμμετοχή του στην επίθεση του Λιτοχώρου, ο Αλέκος Ρόσιος, φιλόλογος από τη Σιάτιστα, με ψευδώνυμο «Υψηλάντης»: «Ταγματάρχη είχαμε τον Κωνσταντίνο Χαρμπίλα, Καλαματιανός, 37 χρονών παιδί. Πολύ σκληρός και θαρραλέος. Και μας έλεγε συνέχεια θυμάμαι: «Ρε παιδί μου, όπου και να πάμε, τον Υψηλάντη έχουμε μπροστά μας!». Και στο Γράμμο και στο Βίτσι».
Το βάπτισμα του πυρός ήταν σχεδόν ανεπαίσθητο καθώς η νεαρή ηλικία απάλυνε το σοκ από το αίμα και τις μάχες: «Ο πρώτος νεκρός που είδα ήταν ένας στρατιώτης που πήγαινε δίπλα μου και την έφαγε στο κεφάλι. Όταν είσαι παιδί, είσαι πολύ ψύχραιμος. Ένιωσα βέβαια ότι τώρα σκοτώθηκε ένας άνθρωπος αλλά όχι όπως τώρα που συγκλονίζεσαι…Εξάλλου, το ’47 οι επιχειρήσεις δεν ήταν επιχειρήσεις αντιπαράθεσης: ήταν ανταρτοπόλεμος. Κυνηγάγαμε τους συμμορίτες κι αυτοί φεύγανε ή μας κάναν ενέδρες. Το 48 άρχισε η αντιπαράθεση. Αυτό ήταν και το πρώτο σφάλμα που κάναν οι κομμουνιστές: αν τα βάλεις με τον Εθνικό Στρατό, θα ηττηθείς, δεν υπάρχει περίπτωση. Αυτοί δεν έπρεπε να σταματήσουν τον ανταρτοπόλεμο. Αν δεν τον σταματούσαν, θα είχαμε ακόμα μάχες…».



Μακελειό στο Γράμμο

Η κατάσταση άρχισε να σοβαρεύει την επόμενη χρονιά. Οι μάχες του 1948 στο Γράμμο διήρκεσαν τρεις αιματηρούς μήνες. «Πήρα μέρος σε όλες τις μάχες, σε όλα τα υψώματα.  Το βράδυ μας χτυπάγανε με τα πολυβόλα και μετά μας αρχίζανε με τα χωνιά: «Ελάτε ρε δω να χορτάσετε μουνί! (είχανε γυναίκες αυτοί). Παλιοφασίστες, κωλόπαιδα της Φρειδερίκης!». Κι εμείς τους λέγαμε: «Άντε γαμηθείτε ρε παλιομαλάκες!». Παλιόπαιδα τώρα, μες στο χαράκωμα…Εγώ σαν παιδί τα θεωρούσα αστεία όλα αυτά…Ήταν κι ένας ανθυπασπιστής ο οποίος φοβότανε στο χαράκωμα και πήγαινα όρθιος από πάνω απ’ το κεφάλι του κι έριχνα –ενώ οι άλλοι έβαζαν από απέναντι. Το έκανα για να φοβηθεί περισσότερο, κατάλαβες; Άμα είχα μυαλό, δεν θα τα ‘κανα αυτά. Αλλά όποιος φοβάται, πεθαίνει. Κι αυτός ο ανθυπασπιστής αργότερα τραυματίστηκε θανάσιμα από νάρκη ενώ περνούσε ένα ποταμάκι…».
Όταν η μνήμη ταξιδεύει στις μάχες του Γράμμου, η αφήγηση του στρατηγού γίνεται ενιαία και συνεχόμενη: «Οι μάχες ήταν πάρα πολύ σκληρές. Καταλαμβάναμε τα υψώματα με πάρα πολλά θύματα. Θυμάμαι δε μια περίπτωση όπου ένας κρητικός λοχίας –θα χει πεθάνει τώρα –παίρνει τηλέφωνο το διοικητή και λέει: «Τραυματιστήκανε όλοι οι αξιωματικοί του λόχου. Το λόχο τον έχω αναλάβει εγώ». Σα να τ’ ακούω τώρα…Και μου λέει ο διοικητής: «Σήκω, τρέξε, πάμε στο λόχο μου». Και ο λόχος είχε καταλάβει το ύψωμα, με ένα λοχία! Τέτοια πράγματα γινόντουσαν….  Πάνω από την Κοτύλη του Γράμμου υπάρχει ένας κατακόρυφος βράχος 200 μέτρα ύψος, απότομος –ούτε φίδι δεν ανέβαινε. Στην κορυφή ήταν το ύψωμα «Γούπατα» όπου έγιναν πάρα πολύ σκληρές μάχες. Και το ύψωμα πάρθηκε με προδοσία. Παρουσιάστηκε ένας αντάρτης σε έναν ψυχωμένο λοχαγό και τον οδήγησε στην κορυφή. Έτσι πήραμε τα Γούπατα. Το όνομα του λοχαγού το ξέρει άραγε κανένας; Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε σε ένα λόγο του πρόσφατα ότι εκεί στην Κοτύλη εκτελέσαμε 4 αντάρτισσες, τις ρίξαμε από το βράχο. Δεν είπε βέβαια ότι κι εμείς βρήκαμε ένα λοχία από το Τάγμα μας κρεμασμένο ανάποδα…».
Έπρεπε να φτάσει ο Αύγουστος του ’48 για να καταλάβουν οι στρατιώτες ποιοι ήταν εκείνοι που τους είχαν δυσκολέψει τόσο στην προώθηση και την κατάληψη των υψωμάτων: «Όταν ανεβήκαμε στα ’’Ψωριάρικα’’ τα περίφημα, βλέπω έναν αντάρτη σκοτωμένο. Του ανοίγω τη μπλούζα, στήθος γυναικείο…Κοριτσάκι! Φορούσε στρατιωτικά. Το γδύνω κι ήταν αμάλλιαστο χαμηλά! Λέω: «Κύριε διοικητά, κοιτάξτε ποιους είχαμε απέναντι!». Πιο πέρα ήταν άλλο ένα παιδάκι που είχε σκάσει από τα αέρια του βομβαρδισμού. Είχαμε απέναντί μας λόχο νεολαίας. Μας πολεμούσανε παιδάκια…Την αδελφή δε αυτής της αντάρτισσας την πιάσαμε αιχμάλωτη αργότερα και μου ‘λεγε: «Μια μέρα θα σε σφάξω εσένα. Σκοτώσατε την αδελφή μου!». Γινόντουσαν φοβερά πράγματα εκεί πέρα…».
Για την άσχημη διεξαγωγή της Μάχης του Γράμμου, το λάθος βαραίνει την κυβερνητική πλευρά που υποτίμησε τον αντίπαλο: «Οι στρατιωτικοί της εποχής βλέπανε –λανθασμένα– ότι μέχρι τότε οι συμμορίτες φεύγανε. Αλλά δεν είχαν γνώση του τι θα πει κομμουνιστής. Αυτοί πολεμούσαν σκληρά, πάρα πολύ σκληρά. Κι αντί να τελειώσει ο Γράμμος σε λίγες μέρες, κράτησε τρεις μήνες. Θυμάμαι ο διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού, πρότεινε τότε στην κυβέρνηση Σοφούλη κατάπαυση πυρός και έναρξη συνομιλιών. Κι ο Σοφούλης που ήταν πρωθυπουργός είπε όχι...».





Ο Παπάγος και η νίκη στο Γράμμο

Ο διορισμός του Αλέξανδρου Παπάγου στην θέση του αρχιστρατήγου άλλαξε τα δεδομένα κυρίως στον ψυχολογικό τομέα. Οι στρατιώτες που την περσινή χρονιά έβριζαν τους στρατηγούς τους για ενδοτικότητα και αδυναμία εκμετάλλευσης των επιτυχιών, τώρα έβλεπαν πως θα πολεμούσαν για πρώτη φορά υπό έναν άξιο διοικητή, υπεράνω προσωπικών αντιδικιών: «Ο Παπάγος ήταν πάρα πολύ σκληρός αξιωματικός. Με πειθαρχία από τον αντιστράτηγο μέχρι τον τελευταίο φαντάρο. Και ήξερε να διαλέγει αξιωματικούς-πολεμιστές. Σκέψου, ενώ υπήρχαν αντιστράτηγοι και υποστράτηγοι αρχαιότεροι, αυτός έκανε αρχηγό σώματος στρατού το Μανιδάκη. Ο οποίος τι ήταν; Διοικητής του Συντάγματος Πυροβολικού στην Ταξιαρχία Ρίμινι. Δεν ξέρω τι προσόντα είχε ο Παπάγος, αλλά ξέρω τι εντύπωση μου έκανε εμένα σαν παιδάκι, όταν ήρθε και μας έκανε επιθεώρηση στο Νεστόριο, όλη την Ταξιαρχία. Πήγαινε μπροστά ο Παπάγος και πίσω ο «Βεντήρ-Αγάς» (ο Βεντήρης). Αισθανθήκαμε ότι επιτέλους είχαμε αρχηγό».    
Το χειμώνα του 1948-49, το Τάγμα ξεχειμώνιασε στα υψώματα του Βίτσι, από όπου το Φεβρουάριο παρακολούθησε τη Μάχη της Φλώρινας, χωρίς να μπορεί να βοηθήσει. Στην Πρεκοπάνα (Περικοπή) της Φλώρινας μια ταξιαρχία ανταρτών αναχαιτίστηκε και σχεδόν διαλύθηκε από τα συνδυασμένα πυρά ορειβατικού και πεδινού πυροβολικού. «Γέμισε με πτώματα ανταρτών το μέρος. Κι όταν ανεβήκαμε πάνω, βρήκαμε πάνω μόνο ένα φαντάρο ασυρματιστή μέσα σε ένα αμπρί ο οποίος δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα! Ούτε ότι είχαν επιτεθεί ούτε ότι είχαν υποχωρήσει…».  
Το 1949 ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε πια αλλάξει. Η υπεροπλία του Στρατού ήταν συντριπτική και μεγάλο ρόλο έπαιζαν πλέον οι μονάδες καταδρομέων (τα ΛΟΚ) και η αεροπορία. «Από το Μάγκοβιτς μας έβαζαν με όλμους των 120 χιλιοστών. Μας χτυπούσαν πάντα την ώρα που πηγαίναμε για φαγητό, συνήθως το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ. Και είχαμε ένα παρατηρητή ο οποίος φώναζε ΄΄έβαλλε΄΄. Και εμείς ’’μετ’ ασφαλείας’’. Η δειλία όχι μόνο δεν ήταν ανεκτή αλλά τιμωρούνταν πλέον με θάνατο, όπως συνέβη στην περίπτωση ενός λοχία που αυτοτραυματίστηκε στο πόδι για να αποφύγει τη μάχη, πέρασε από έκτακτο στρατοδικείο στο Άργος Ορεστικό και τουφεκίστηκε. Τα ίδια συνέβαιναν και στο στρατόπεδο των ανταρτών. Σε σχέση με αυτά που είχαν προηγηθεί την προηγούμενη χρονιά, οι τελευταίες μάχες ήταν ευκολότερες: «Ο Γράμμος το 1949 έπεσε σε 7 μέρες. Στις 24 Αυγούστου 1949 ήμασταν στην «Αμμούδα» του Γράμμου. Ενώ ήμασταν στη γραμμή εξορμήσεως, μας ειδοποιούν ότι είχε έρθει ο βασιλιάς. Για θάρρος. Για ηθικό. Και μετά άρχισαν 150 πυροβόλα να βάζουν όλα μαζί και ήρθε και η αεροπορία –τα Helldivers, που πρώτη φορά τα έβλεπα– με βόμβες ναπάλμ. Μαζί μας ήτανε κι ένας ταγματάρχης Εγγλέζος. Όρθιος! Μπροστά στη γραμμή, πρώτος. Τον βούτηξα να τον καθίσω κάτω να μη φάει καμιά σφαίρα. Εκεί, στα συρματοπλέγματα οι αντάρτες πολεμούσαν. Τα σηκώναμε απάνω ή τα κόβαμε με ψαλίδι. Και απ’ τα πολυβολεία τους βγάζαμε με ΠΙΑΤ και φλογοβόλα. Τους καίγαμε…Θυμάμαι στο Τσάρνο, όπως ήταν μια στροφή δρόμου, υπήρχε ένα αντιαρματικό πυροβολείο που δεν άφηνε κανένα άρμα να περάσει. Τότε μας είχαν φέρει τα 106χστ. Και πήγε ένας φανταράκος με 106 και με το πρώτο-δεύτερο βλήμα, τον τραυμάτισε θανάσιμα το συμμορίτη. Τον τίναξε στο βράχο…». Το 601 Τάγμα ήταν παρόν και την τελευταία μέρα της δεύτερης Μάχης του Γράμμου, την τελευταία μέρα του Εμφυλίου Πολέμου: «Όταν έπεσαν όλα τα υψώματα, στις 29 Αυγούστου, φωτίστηκε όλη η γραμμή στο Γράμμο και το Βίτσι με φωτοβολίδες, φωτιστικά και τροχιοδεικτικές. Όλη τη νύχτα! Τι να έβλεπες; Πανηγύρι όλη τη νύχτα. Δεν αφήσαμε σφαίρα για σφαίρα. Δεν κοιμήθηκε κανένας. Τα επινίκεια!».     
Για το συνομιλητή μας, βετεράνο των μαχών του Εμφυλίου αλλά και όλων των μεταπολεμικών γεγονότων, η πολιτική ερμηνεία της εμφύλιας σύγκρουσης είναι πολύ συγκεκριμένη: το ΚΚΕ είναι κόμμα «του εγκλήματος και της προδοσίας», ο πόλεμος που άρχισε το 1946 και έληξε το 1949 ήταν «συμμοριτοπόλεμος» και οι αντάρτες «συμμορίτες». Κατά τη γνώμη του, εκτός από τη στρατιωτική ανωτερότητα, ο όρος «συμμοριτοπόλεμος» δίνει και την πραγματική «εθνική» διάσταση της σύγκρουσης: «Το 25 με 50% από τους συμμορίτες ήταν Σλαβομακεδόνες. Για αυτό τους λέγαμε και τους λέμε συμμορίτες». Ισχυρίζεται μάλιστα πως, σε αντίθεση με το ΔΣΕ, ο Εθνικός Στρατός σεβόταν κατά κανόνα τους αιχμαλώτους, γεγονός που αποδεικνύεται και από την προσωπική του εμπειρία: «Το ’49 το Μάιο μήνα ήμασταν σε ένα ύψωμα, «Κούτσουρο» το λέγανε. Είχαμε δύο συμμορίτισσες αιχμάλωτες στο χαράκωμα. Εμείς, παιδιά 20 χρονών τώρα, βλέπαμε τις γυναίκες όπως τις βλέπαμε…Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να τους ρίξω ψειρόσκονη. Αυτές φοβηθήκανε. «Τι φοβάστε ρε; Ξαπλώστε εδώ χάμω να κοιμηθείτε». Κατά τις 03.00 μας επιτέθηκαν οι συμμορίτες. Αυτές τρέμανε…Εγώ βγήκα στο χαράκωμα και με το αυτόματο γερμανικό, άρχισα να βάζω. Αυτοί δεν επέμεναν γιατί δέχτηκαν σφοδρά πυρά και υποχώρησαν. Τον επόμενο Σεπτέμβριο, στο Άργος Ορεστικό, δυο κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά με χαιρετάνε! «Ρε κορίτσια, τι αλλαγή είναι αυτή;», «Δε σε ξεχνάμε, λέει, από το Κούτσουρο, για τη συμπεριφορά σου, που δε μας πείραξες». Οι άλλοι όμως δεν κρατούσαν αιχμαλώτους, μας σκοτώνανε...Με βάση τα επίσημα στοιχεία, έχουμε 4.101 στρατιωτικούς αγνοούμενους»  Κλείνοντας τη συνέντευξη, με καλεί να σκεφτώ πως οι πολιτικοί που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος και κόστος της εμφύλιας αντιπαράθεσης, δεν ανήκαν «στους επάρατους της δεξιάς» αλλά ήταν ακραιφνείς δημοκράτες, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης και ο Νικόλαος Πλαστήρας.


Η συνέντευξη δόθηκε στο Μαρούσι, στις 28 Δεκεμβρίου 2010

            

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Έλληνες αντάρτες πόλης: 1. Άγγελος Τσιτώτας

Εκ φύσεως, ο Άγγελος Τσιτώτας ήταν από εκείνους που επιβιώνουν αλλά δεν επιζούν. Σε ηλικία μόλις 23 ετών, πρωτοπόρος στην ΟΠΛΑ μέσα στη γερμανοκρατούμενη Λάρισα, κυκλοφορούσε κουμπουροφόρος και ξεπάστρευε μέλη του ΕΑΣΑΔ. Στον Εμφύλιο φιγουράριζε στις λίστες της Ασφάλειας στα πρώτα ονόματα. Αυτός όμως τους έγραφε εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην τον πιάσουν ποτέ ζωντανό. Το 1946 τράβηξε για τον Κίσσαβο και έγινε μέλος της επίλεκτης Ανεξάρτητης Ομάδας του Δημοκρατικού Στρατού Λάρισας. Στις 27 Ιανουαρίου 1947, μπήκε νύχτα στην πόλη για πληροφορίες και είχε το "θράσος" να καταλύσει λίγα μέτρα από το πατρικό του σπίτι που βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση, μέσα στην αποθήκη της οικογένειας Φοντανά, στην οδό Υψηλάντου, ένα πλίθινο μαντρότοιχο με τσίγκους, όπου στεγάζονταν τρακτέρ, γεωργικά μηχανήματα και άλογα. Ο Αγγελος δούλευε στον Φοντανά από μικρός ως τεχνίτης και οδηγός και είχε αδελφική φιλία με τα παιδιά της οικογένειας. Το απόγεμα της Δευτέρας, 26 Ιανουαρίου 1947, κάποιος από την αποθήκη έστειλε έναν πιτσιρικά που έπαιζε απέξω να πάρει μια 100ρα κούτα τσιγάρα Ματσάγγου. Ο πιτσιρικάς όμως ήταν από τους υποψιασμένους, πρόωρα ώριμους εκείνων των χρόνων. Ήξερε ότι κανείς από τους Φοντανάδες δεν κάπνιζε Ματσάγγο. Μόλις εκτέλεσε την παραγγελία, τράβηξε καρφί για τη Νέα Αγορά να πει τα καθέκαστα στον Ιάκωβο, ένα από τα καρφιά της Ασφάλειας στο συνοικισμό. Αιφνιδιαστικά, κατά τις 7 το σούρουπο, η αποθήκη κυκλώθηκε από τη μισή χωροφυλακή της Λάρισας με επικεφαλής το διοικητή της Ασφάλειας. Και ξεκίνησε μια απελπισμένη μάχη. Κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει την αποθήκη καθώς ο Τσιτώτας γάζωνε σαν τρελός με το αυτόματό του. Χρειάστηκε να φτάσει επί τόπου ο επιτελάρχης του Β' Σώματος Στρατού, συνταγματάρχης Θρασύβουλος Ζαίμης με ένα λόχο μαυροσκούφηδων και ένα άρμα μάχης (!) που το διοικούσε ένας άγνωστος (τοτε) υπολοχαγός Τ/Θ με το όνομα Στυλιανός Παττακός. Οι πολιορκητές βάζουν μια ομοβροντία και κατόπιν φωνάζουν: "Άγγελε, εισαι κυκλωμένος από παντού. Βγες με τα χέρια ψηλά". Ακολούθησε μια απάντηση που άκουσαν μόνο οι πολιορκητές και λίγοι περαστικοί: "Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού δεν παραδίνονται. Πεθαίνουν". Επακολούθησε πανδαιμόνιο. Ριπές, εκρήξεις χειροβομβίδων, μια μάχη ασβού με σιδερένια θηρία. Από τον ορυμαγδό της άνισης μάχης, οι κάτοικοι βγαίνουν από τα σπίτια τους να γλιτώσουν από τους αντάρτες που απ' ό,τι φαίνεται είχαν εισβάλλει στην πόλη. Τα μυδράλια του τανκ γαζώνουν τον πλίνθινο τοίχο και τον κονιορτοποιούν, η στέγη με τους τσίγκους κατέρρευσαν και ένα δοκάρι χτύπησε τον Άγγελο στο κεφάλι. Ένα μεγάλο καρφί τρύπησε το πρόσωπό του. Αιμόφυρτος και ανήμπορος έκανε την πιο γενναία πράξη που διανοείται ο άνθρωπος: έστρεψε το πιστόλι του στον κρόταφο και τράβηξε τη σκανδάλη. Δυο ακόμα αθώοι σκοτώθηκαν από τα πυρά μέσα στην αποθήκη.   
Χωρίς ο Άγγελος να είναι σε θέση να το πληροφορηθεί, οι σύντροφοί του μετονόμασαν προς τιμήν του την ομάδα σε "Ομάδα Άγγελος Τσιτώτας", μια τακτική που θα ακολουθούσαν, μεταξύ άλλων, η RAF και ο ΕΛΑ, πολλές δεκαετίες αργότερα και σε εντελώς άλλα ιδεολογικά και πολεοδομικά συμφραζόμενα. Χωρίς πάλι να το ξέρει, ο Άγγελος ήταν ένας από τους πρώτους νεκρούς Έλληνες αντάρτες πόλεων....Και μια κατακόκκινη γραμμή παρακολουθεί ιστορικά στη διαδρομή του ένα ιστορικό φαινόμενο που μοιάζει να είναι το τελευταίο ταμπού στο αριστερό σύμπαν και για κάποιους ελάχιστους, η αυθεντικότερη πολιτική έκφραση.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Η Τάξη 1940 της Σχολής Ευελπίδων. Πεπρωμένα Ελλήνων αξιωματικών 1940-1974

Αν εξαιρέσουμε βιογραφίες ή απομνημονεύματα στρατιωτικών, η στρατιωτική ιστορία στην Ελλάδα δεν συνηθίζει να συνδέει τη δράση των Ελλήνων αξιωματικών με τις συνθήκες της εποχής που έδρασαν. Η Τάξη 1940 της Σχολής Ευελπίδων συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση σύνδεσης του στρατού με την κοινωνία. Οι 289 αποφοιτήσαντες ανθυπολοχαγοί του 1940 είχαν το ιστορικό προνόμιο να πέσουν αμέσως στην φωτιά του Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου και να ακολουθήσουν παράλληλους ή αντίθετους δρόμους καθήκοντος, μένοντας ωστόσο πιστοί στον όρκο και τα ιδεώδη του ευέλπιδος. 
Στις 16 Οκτωβρίου 1937 δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες ο πίνακας των επιτυχόντων στις εισαγωγικές εξετάσεις της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ο κατάλογος των επιτυχόντων περιλάμβανε 316 ονόματα, από τους οποίους οι 210 ήταν ιδιώτες, οι 79 γιοι και αδελφοί αξιωματικών και θυμάτων πολέμου και οι 36 εθελοντές υπαξιωματικοί. Από τους 316 κληθέντες που κλήθηκαν να παρουσιαστούν, οι 14 δεν παρουσιάστηκαν καθόλου ή εγκατέλειψαν τη Σχολή ήδη από τις πρώτες ημέρες της φοίτησης. Μετά τη συμπλήρωση του κενού από 6 επιλαχόντες και 3 διετείς της προηγούμενης τάξεις, η Ι Τάξη ξεκίνησε τα μαθήματα στις 23 Οκτωβρίου 1937 με 311 ευέλπιδες που κατανεμήθηκαν σε 6 Εκπαιδευτικά Τμήματα, 3 Οργανικούς Λόχους και 3 Λόχους Ασκήσεων. Εξαιτίας των απαιτήσεων της στρατιωτικής εκπαίδευσης εκείνης της εποχής, καταγράφηκαν και κάποιες απώλειες: «Άλλος πέθανε, άλλος πήδηξε τις μάντρες, άλλος αυτοκτόνησε από τη «νίλα», άλλος έμεινε στην ίδια τάξη…» (Μαρτυρία Σταύρου Παππά).
Τον Αύγουστο του 1940, οι 289 Ευέλπιδες που είχαν καταφέρει να προβιβαστούν στην ΙΙΙ Τάξη της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, ονομάστηκαν ανθυπολοχαγοί και ακολούθως κατανεμήθηκαν στα Όπλα, ανάλογα με το βαθμό επιτυχίας του καθενός. Σύμφωνα με το σχετικό νομοθετικό διάταγμα (ΦΕΚ Γ’ 154/9.8.1940) η κατανομή στα Οπλα έγινε ως εξής: 170 στο Πεζικό, 76 στο Πυροβολικό, 20 στο Ιππικό και 23 στο Μηχανικό. Οι τέσσερις αριστεύσαντες της Τάξης, που τοποθετήθηκαν πρώτοι στα Όπλα που επέλεξαν ήταν οι Δημήτριος Οπρόπουλος από τα Γιαννιτσά Πέλλας (Πεζικό), Κωνσταντίνος Διαμαντής από την Θεσσαλονίκη (Μηχανικό), Νικόλαος Μακαρέζος από τη Γραβιά Φθιώτιδας (Πυροβολικό) και Ευαγόρας Παπαθεοδώρου από την Κάτω Κλειτορία Αχαΐας (Ιππικό και αργότερα Τεθωρακισμένα).
Μετά την ορκωμοσία τους, οι ενθουσιώδεις απόφοιτοι δεν εγκατέλειψαν τα έδρανα της Σχολής επειδή αναγκάστηκαν να παρακολουθήσουν δύο ακόμα υποχρεωτικά μαθήματα ως ανώτερη εκπαίδευση: Χημικό Πόλεμο και Μετεωρολογία. «Το προηγούμενο βράδυ παίζαμε μαξιλαροπόλεμο. Είχαμε μεγάλο σύνδεσμο μεταξύ μας…Και όταν φτάσαμε στις 24 Σεπτεμβρίου, δίναμε εξετάσεις, πήραμε τα χαρτιά και γράφαμε εξετάσεις Μετεωρολογίας, μπαίνει ο Πετζόπουλος στην Αίθουσα Διασκεδάσεων που ήταν τεράστια και λέει: «Αφήστε τα γραπτά, δεν θέλουμε αποτελέσματα. Φεύγετε σε μισή ώρα. Η πατρίς εν κινδύνω!». Το τι έγινε εκεί μέσα στη Λέσχη, δεν περιγράφεται. Αρχίσαμε όλοι και φωνάζαμε «Πεζικό, πεζικό…». Αυτό δεν είχε ξαναγίνει. Και λέει ο Πετζόπουλος: «Αυτό δε γίνεται γιατί έχετε μπει στα όπλα και σας περιμένουν. Όπως είναι το πεζικό, είναι και τα άλλα όπλα. Και θα πάτε εκεί που σας έταξε η τύχη σας» (Μαρτυρία Σταύρου Παππά). Αυτή η έμμεση ψυχολογική προετοιμασία δεν οφειλόταν παρά στο γεγονός πως η εξωτερική κατάσταση δεν ήταν ευοίωνη και πως η αναμέτρηση με τον Άξονα έμοιαζε αναπόφευκτη. Οι νεαροί ανθυπολοχαγοί δεν αγνοούσαν πως η εποχή τους, τους προετοίμαζε για πολεμικά πεπρωμένα: «Το 1937 δώσαμε εξετάσεις 3.000 άτομα γιατί η κυβέρνηση, από εκείνο το έτος είχε προβλέψει ότι θα γίνει ο πόλεμος και ειδικώς για την τάξη του ’40 είχε κανονίσει να βγουν 300 αξιωματικοί κι όχι 98 έως 105 που ήταν τα προηγούμενα χρόνια». Το βάρος της ιστορικής ευθύνης έγινε ακόμα πιο έντονο το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 1940, όταν οι απόφοιτοι κατανεμήθηκαν ομοιόμορφα (ανά 50-60) στα πέντε σώματα του Ελληνικού Στρατού.
Μετά από ένα μήνα, ξεκίνησε και για την Ελλάδα η μεγάλη περιπέτεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που θα σκόρπιζε για πάντα τα αδέλφια-συμμαθητές. Εκείνο το παγωμένο ξημέρωμα, όταν τα ημερολόγια έδειχναν Δευτέρα 28 Οκτωβρίου και πριν ακόμα οι «φρέσκιοι» αξιωματικοί συνηθίσουν τις καινούριες τους στολές, ξεκινούσε μια σκοτεινή δοκιμασία που θα άλλαζε για πάντα τις ζωές τους και από την οποία πολλοί δεν θα επέστρεφαν ποτέ. Ήταν λίγο μετά τις 08.00 εκείνο το πρωί, όταν ο Σταύρος Παππάς, αγουροξυπνημένος από το συναγερμό, διέσχισε τροχάδην τη διαδρομή από το σπίτι του στην οδό Αιόλου μέχρι τους στρατώνες του Βασιλικού Κήπου όπου έδρευε η μονάδα του, το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων Φρουράς Αθηνών. Εκεί, ο διοικητής του Συντάγματος, συνταγματάρχης Ανδρεάδης τον ονόμασε υπεύθυνο αξιωματικό επιστράτευσης και του ανέθεσε να οδηγήσει το 2ο Λόχο του 20ου –όπως θα ονομαζόταν εφεξής– Συντάγματος Πεζικού στο Αλβανικό Μέτωπο. Όπως και οι περισσότεροι συμμαθητές του, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Με την έναρξη του Πολέμου, ο Κωνσταντίνος Μπασακίδης (ΠΖ) από την Βρωμόβρυση Μεσσηνίας υπηρετούσε ήδη ως διμοιρίτης στον 1ο Λόχο Πολυβόλων του 15ου Συντάγματος και πολέμησε στην πρώτη γραμμή στο Καλπάκι και την Γκραμπάλα, προταθείς για τον Πολεμικό Σταυρό Γ’ Τάξεως.
Στη σφοδρή πολεμική αναμέτρηση του 1940-1941, η «πολεμική» τάξη του 1940 είχε το μεγαλύτερο μερίδιο σε ανδραγαθίες και νεκρούς από κάθε άλλη τάξη. Από τις 28 Οκτωβρίου έως τις 30 Απριλίου 1941, έπεσαν στη μάχη 30 ανθυπολοχαγοί, όλοι του πεζικού.
Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο έχασαν τη ζωή τους 26 συμμαθητές. Τον κατάλογο των θυμάτων άνοιξε πρώτος ο ανθυπολοχαγός Νικόλαος Χατζόπουλος που σκοτώθηκε στη Γκραμπάλα στις 7 Νοεμβρίου 1940 και ακολούθησαν οι Νικόλαος Ευθυμίου (5 ΣΠ, ύψωμα Λυκόμορο, 14 Νοεμβρίου 1940), Βενιζέλος Νίκας (Τσούφα Ράχη, 14 Νοεμβρίου 1940), Ηλίας Φοινινής (90 ΣΠ, ύψωμα Ιβάν, 15 Νοεμβρίου 1940), Εμμανουήλ Κουμπούλης (90 ΣΠ, Αλβανικό Μέτωπο, 17 Νοεμβρίου 1940), Ιωάννης Παπαγεώργης (Βήσσανη, 19 Νοεμβρίου 1940), Πέτρος Νάσης (36 ΣΠ, ύψωμα 669 Διάβαση Κακαβιάς, 2 Δεκεμβρίου 1940), Αντώνιος Νιώτης (29 ΣΠ, ύψωμα 1532 Πόγραδετς, 9 Δεκεμβρίου 1940), Δημήτριος Ραϊσης (34 ΣΠ, Πέστανη, 21 Δεκεμβρίου 1940) Γεώργιος Κοφινάς (34 ΣΠ, Πέστανη, 29 Δεκεμβρίου 1940), Ιωάννης Βαλάσης (28 ΣΠ, Μάλι-Τόπιανιτ, 7 Ιανουαρίου 1941), Νικόλαος Καρατζάς (3/40 Σ.Ε., Μάλι-Μάδι, 16 Ιανουαρίου 1941), Ιωάννης Αποστολόπουλος (52 ΣΠ, Τρεμπεσίνα, 21 Ιανουαρίου 1941), Πελοπίδας Ραφελέτος (3 ΣΠ, ύψωμα 1285 Κλεισούρας, 25 Ιανουαρίου 1941), Νικόλαος Αντωνάκος (36 ΣΠ, Τρεμπεσίνα, 26 Ιανουαρίου 1941), Παναγιώτης Μαλισσιόβας (3 ΣΠ, ύψωμα 1285 Κλεισούρας, 26 Ιανουαρίου 1941), Κωνσταντίνος Μπριλάκης (14 ΣΠ, ύψωμα Γκρόπα (1085) δυτικά Κλεισούρας, 29 Ιανουαρίου 1941), Αντώνιος Καραπατάκης (Αλβανικό Μέτωπο, Ιανουάριος 1941), Ευριπίδης Κονίδης και Ευστάθιος Σταυρίδης, αδελφικοί φίλοι και συμμαθητές που υπηρετούσαν στην ίδια μονάδα (5 ΣΠ) και σκοτώθηκαν και οι δύο στο ύψωμα 717 Μοναστέρο και μάλιστα την ίδια ημέρα (9 Φεβρουαρίου 1941), Αντώνιος Παρασκευάς (4Ιη Μονάδα, Μπουγάζ Σεφέρ Αγάιτ, Τεπελένι), 11 Φεβρουαρίου 1941), Θεόδωρος Ανεζίνης (43 ΣΠ, ύψωμα 1178, 13 Φεβρουαρίου 1941), Κωνσταντίνος Βλάχος (14 ΣΠ, αυχένας Μετζικόρανη, 18 Φεβρουαρίου 1941), Μενέλαος Σμυρνής (53 ΣΠ, ύψωμα Γκούρι Τοπίτ / 2148, 20 Φεβρουαρίου 1941), Θεόδωρος Κανδηλάπτης (28 ΣΠ, Αλβανικό Μέτωπο, 28 Φεβρουαρίου 1941), Κωνσταντίνος Βλαχιώτης (39 ΣΠ, Αλβανικό Μέτωπο, 12 Μαρτίου 1941).
Στους άτυχους συγκαταλέγονται οι Κωνσταντίνος Βούλης, Δημήτριος Κόκκας και Ευάγγελος Πρωτόπαππας που υπήρξαν θύματα  αεροπορικών βομβαρδισμών κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής. Οι δύο πρώτοι υπηρετούσαν στο 87ο ΣΠ και σκοτώθηκαν στην Οιχαλία Μεσσηνίας με διαφορά μίας ημέρας –26 και 27 Απριλίου 1941 αντίστοιχα– ενώ ο Πρωτόπαππας είχε σκοτωθεί στο βομβαρδισμό της Άρτας, μια βδομάδα νωρίτερα (19 Απριλίου). Ο μόνος της Τάξης που σκοτώθηκε πολεμώντας τους Γερμανούς ήταν ο Άγγελος Βενετσάνος. Υπηρετώντας στο 23 ΣΠ, έπεσε σε μάχη στις 15 Απριλίου κοντά στη λίμνη της Καστοριάς.

  
ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

            Η κατάρρευση του Μετώπου και η κατάληψη της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα ήταν η πρώτη πικρή γεύση μιας ήττας, που μετά το Επος της Αλβανίας δύσκολα μπορούσε να γίνει ανεκτή. Θέλοντας να αποκαταστήσει συμβολικά τους Έλληνες αξιωματικούς (αλλά και να εμποδίσει τη φυγή τους στη Μέση Ανατολή ή την προσχώρησή τους σε αντιστασιακές οργανώσεις), η πρώτη κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου έδωσε προτεραιότητα στην υλική και ηθική αναγνώριση των πολεμιστών του 1940-41. Αποτελώντας ουσιαστικά ένα «στρατιωτικό» κυβερνητικό σχήμα (έξι από τους εννέα υπουργούς ήταν ανώτεροι εν ενεργεία στρατιωτικοί), ο Τσολάκογλου  διατήρησε σε λειτουργία τις περισσότερες μη μάχιμες στρατιωτικές υπηρεσίες (Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Εφορία Υλικού Πολέμου, Φρουραρχεία, ΑΣΔΕΝ κ.ά.), μισθοδοτούσε κανονικά τους αξιωματικούς, τους οποίους τοποθέτησε μαζικά σε επιτροπές διανομής τροφίμων, υπουργεία, αγορανομικές υπηρεσίες και τους επέτρεψε να εισάγονται στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, χωρίς εξετάσεις.
Οι παροχές αυτές ήταν υπερβολικά ελκυστικές μέσα στον εφιάλτη της πείνας και της αβεβαιότητας που κυριαρχούσε στην κατεχόμενη Ελλάδα, ωστόσο πολύ μεγάλος αριθμός αξιωματικών δεν σκέφτονταν παρά να συνεχίσουν τον πόλεμο με κάθε δυνατό μέσο. Η διαφυγή από την κατεχόμενη χώρα και η άφιξη στην Αίγυπτο όπου είχε καταφύγει η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού, ήταν η πρώτη σκέψη της συντριπτικής πλειοψηφίας, ειδικά εκείνων που είχαν πρωταγωνιστήσει στις μάχες του μετώπου ως διμοιρίτες ή λοχαγοί, όπως η Τάξη του ’40. Από το 1942, όταν συστηματοποιήθηκαν τα δίκτυα διαφυγής, καΐκια ιδιωτών ή διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων και κατασκοπευτικών δικτύων παραλάμβαναν τους μυημένους από την παραλία του  Αγίου Ανδρέα στην ανατολική ακτή της Αττικής ή από τις νοτιανατολικές ακτές της Εύβοιας και τους διαπεραίωναν στον Τσεσμέ. Ο Σταύρος Βαρνάβας και ο Σπυρίδων Μπάνος ήταν από τους πλέον άτυχους της Τάξης, καθώς συνελήφθησαν από τους Ιταλούς ως ύποπτοι και μαζί με εκατοντάδες άλλους Έλληνες αξιωματικούς εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στο ιταλικό έδαφος. Τελικά, περισσότεροι από 100 κατόρθωσαν να φτάσουν στη Μέση Ανατολή και να ενταχθούν στον Βασιλικό Ελληνικό Στρατό Μέσης Ανατολής (ΒΕΣΜΑ), ανάμεσά τους οι Εμμανουήλ Μπρεδάκης, Γεώργιος Βαγενάς, Νικόλαος Μαργαρίτης, Κωνσταντίνος Θεολογίτης, Χρήστος Σουραβλάς, Κωνσταντίνος Τζανετής, Λέων Δόστης, Ιωάννης Λαδάς, Αντώνιος Δέδες, Κωνσταντίνος Κόντος, Ανδρέας Γιαννέτσος, Κωνσταντίνος Αρσένης, Ιωάννης Ράπτης, Κωνσταντίνος Βερμισσώ, Μενέλαος Πάνου και πολλοί ακόμα που  ακολούθησαν την νικηφόρα διαδρομή των ελληνικών όπλων από τα στρατόπεδα της Παλαιστίνης και το Ελ Αλαμέιν μέχρι το Ρίμινι και τον Ρουβίκωνα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έφεραν όλοι το βαθμό του υπολοχαγού, καθώς οι αναδρομικές προαγωγές είχαν κατοχυρωθεί με νομοθέτημα της εξόριστης κυβέρνησης.    
Τρεις δεν επέστρεψαν στην Ελλάδα. Πρώτος, ο ανθυπίλαρχος (ΙΠ) Νικόλαος Μαργαρίτης που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα κοντά στην Αλεξάνδρεια στις 4 Οκτωβρίου 1942, πριν το «μεγάλο ραντεβού» της Ι Ταξιαρχίας στο Ελ Αλαμέιν. Δεύτερος, ο Εμμανουήλ Μπρεδάκης (ΠΖ) ο οποίος έχασε τη ζωή του κάπου στο Αιγαίο τον Μάρτιο του 1943, όταν η βενζινάκατος στην οποία επέβαινε, προσέκρουσε σε νάρκη. Ήταν δραστήριο μέλος βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών και είχε ήδη στο ενεργητικό του αρκετές επιχειρήσεις δολιοφθοράς και δολοφονίες Γερμανών αξιωματικών. Τρίτος, ο Ιωάννης Ράπτης, που υπηρετούσε ως παρατηρητής στην Δ’ Πυροβολαρχία του 1ου Συντάγματος Πυροβολικού της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας με το βαθμό του υπολοχαγού (ΠΒ), σκοτώθηκε στη Μάχη του Ρίμινι, στις 20 Σεπτεμβρίου 1944. Για τον θάνατό του –και για τις μάχες στο Ρίμινι– o συμμαθητής του, Γεώργιος Βαγενάς, που επίσης υπηρετούσε στο Σύνταγμα Πυροβολικού της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας, αφηγήθηκε στον γράφοντα: «Οι παρατηρητές είχαν δύσκολη αποστολή, ήταν οι πιο εκτεθειμένοι. Και εμείς φωνάζαμε γιατί θέλαμε κι εμείς να πάμε μπροστά, στον κίνδυνο. Οπότε, η διοίκηση του Συντάγματος (Μανιδάκης και Κατσώτας) μας έστειλαν κι εμάς μπροστά, σαν παρατηρητές και έστειλαν τους διοικητές των πυροβολαρχιών πίσω, στα πυροβόλα. Εγώ είχα σκαρφαλώσει στο επάνω μέρος μιας φάρμας που ήταν το παρατηρητήριο, τελείως στην πρώτη γραμμή. Σήκωνα προς την πλευρά του εχθρού τη διόπτρα, χωρίς να αποκαλύπτομαι, και τους έβλεπα: έναν Γερμανό ανθυπασπιστή και τους στρατιώτες του σε ένα υψωματάκι. Και προσπαθούσα να τους πετύχω με τα κανόνια. Ο Γιάννης πήγε κι αυτός στο δικό του παρατηρητήριο, σε μια απόσταση 5-6 χιλιομέτρων από την πρώτη γραμμή. Εκεί που βάδιζε, ήταν ένα χωράφι γυμνό από δέντρα ή άλλη κάλυψη. Κι αντί να πάει λιγάκι καλυμμένος προς το παρατηρητήριο, δεν πρόσεξε και εκτέθηκε. Από απέναντι ένας πολυβολητής Γερμανός που τον είδε με τα κυάλια, τράβηξε μια ριπή και τον σκότωσε. Κι έμεινε εκεί, στη μέση του χωραφιού…». Ο τάφος του Ιωάννη Ράπτη βρίσκεται σήμερα στο Ρίμινι, δίπλα στους τάφους των υπόλοιπων 115 Ελλήνων συμπολεμιστών του. 

ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

            Πολλοί από τους αξιωματικούς οι οποίοι δεν θέλησαν ή δεν κατόρθωσαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή, πήραν την απόφαση να συνεχίσουν να μάχονται τον Άξονα μέσα στην κατεχόμενη Ελλάδα. Από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα 1941-1944 δεν θα μπορούσαν να απουσιάσουν οι νεαροί ανθυπολοχαγοί του 1940. Αν και δε μπορούμε να είμαστε ακριβείς, περίπου 70-80 προσέφεραν την τεχνογνωσία και τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες στην Αντίσταση, εντασσόμενοι σε διάφορα αντιστασιακά σχήματα, από τις βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών έως το αριστερό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Εκείνοι που πραγματικά είχαν ξεχωριστή δράση, ήταν όσοι πλαισίωσαν τα διάφορα αντάρτικα τμήματα, που από τις αρχές του 1943 έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους σε όλη την επικράτεια. Η μεγάλη ανάγκη των οργανώσεων για μόνιμους αξιωματικούς με πολεμική εμπειρία, συναντήθηκε με την γνήσια διάθεση των τελευταίων για ένοπλη δράση, με αποτέλεσμα η Τάξη του 1940 να υπερεκπροσωπείται στο Αντάρτικο, και μάλιστα στον «Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ)» τον οποίον –σημειωτέον– οι περισσότεροι εν ενεργεία στρατιωτικοί εκείνης της εποχής απέφευγαν ως «κομμουνιστικό». Οι πρωτοπόροι αντάρτες της Τάξης ήταν ο Θεόδωρος Ζαλοκώστας (ΠΖ) από τα Θεοδώριανα Άρτας ο οποίος ανέλαβε στρατιωτικός διοικητής του Υπαρχηγείου Τζουμέρκων του ΕΛΑΣ και ο Σπύρος Φραγκινέας (ΠΒ), στρατιωτικός διοικητής του Υπαρχηγείου Πηλίου του ΕΛΑΣ που σχεδίασε την εξόντωση της ιταλικής φρουράς της Τσαγκαράδας (Μάρτιος 1943). Το παράδειγμά τους ακολούθησαν περίπου 30 συμμαθητές τους οι οποίοι θεώρησαν τον ΕΛΑΣ ιδανική ευκαιρία για πολεμική δράση: Αριστείδης Μπλούτσος (ΠΒ), Πέτρος Κονδυλάκης (ΠΖ), Απόστολος Κοκμάδης (ΠΒ), Κώστας Κοντός (ΙΠ), Ελευθέριος Φουντουλάκης (ΠΒ), Ιωάννης Καλλιάνης (ΠΒ), Σωτήρης Τσιτσιπής (ΜΧ), Αριστείδης Λαδιάς (ΠΖ), Κωνσταντίνος Μπασακίδης (ΠΖ), Νικόλαος Τερζόγλου (ΠΖ), Στέφανος Άρχος (ΜΧ), Χρήστος Στεφόπουλος (ΠΒ), Γεώργιος Αγραφιώτης (ΠΖ), Βασίλειος Πουλάς (ΠΖ), Νικόλαος Μέλλιος (ΙΠ) κ.ά. Αν και ο ΕΛΑΣ δεν ακολουθούσε απόλυτα τη στρατιωτική ιεραρχία ούτε κατένειμε τους διοικητές με αυστηρά στρατιωτικά κριτήρια, η επιτακτική ανάγκη που υπήρχε για αξιωματικούς είχε σαν αποτέλεσμα  όλοι σχεδόν οι νεαροί ανθυπολοχαγοί να αναλάβουν διοικήσεις τμημάτων, από λόχο μέχρι σύνταγμα και να αναπτύξουν αντίστοιχη πολεμική δραστηριότητα. Ο Αριστείδης Λαδιάς από το Μεσενικόλα Καρδίτσας εξήλθε νωρίς (Μάρτιος 1943) στα βουνά της Δυτικής Θεσσαλίας σαν απλός αντάρτης, αναδείχθηκε σε ομαδάρχη, λοχαγό και τελικά ανέλαβε καπετάνιος του 52ου Συντάγματος στην περιοχή του Δομοκού. Τραυματίστηκε σοβαρά στη Μάχη του Λιανοκλαδίου (2.8.1944) πολεμώντας εναντίον ενός λόχου του 7ου Συντάγματος Γρεναδιέρων των SS. Ο συμμαθητής του, Απόστολος Κοκμάδης από την Ξάνθη είχε μια ανάλογη πορεία, που ξεκίνησε ωστόσο εντελώς τυχαία. Συνελήφθη τον Οκτώβριο του 1943 από αντάρτες του ΕΛΑΣ στην Πάρνηθα ενώ αναζητούσε τρόπο να συγκροτήσει δική του αντάρτικη μονάδα η να συναντήσει τμήματα του ΕΔΕΣ, προσχώρησε όμως αμέσως στον ΕΛΑΣ και τοποθετήθηκε διοικητής του 2ου Λόχου του Ι/34 Τάγματος Αττικής. Ο Λόχος παρέμενε μόνιμα στην Πάρνηθα και διέθετε περισσότερους από 500 μόνιμους και εφεδρικούς αντάρτες που μπορούσαν να σπεύσουν από όλα τα χωριά της Αττικής για τις επιχειρήσεις εναντίον Γερμανών και Ταγμάτων Ασφαλείας. Ο Χρήστος Στεφόπουλος με ψευδώνυμο «Κίτσος» οργάνωσε το πυροβολικό της ΧΙΙΙ Μεραρχίας Στερεάς Ελλάδας με βάση τα πυροβόλα των 75χλστ. που έπεσαν στα χέρια των ανταρτών μετά την ιταλική συνθηκολόγηση. Ο Σωτήρης Τσιτσιπής με ψευδώνυμο «Λοκρός» από την Αμφίκλεια, ήδη προταθείς για παρασημοφόρηση ως ανθυπολοχαγός μηχανικού στο αλβανικό μέτωπο, εξελίχθηκε από ομαδάρχης σε διοικητής τάγματος στη Λοκρίδα, με σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Γερμανών. Στη Μάχη των Θερμοπυλών (21.9.1943), ο λόχος του ΙΙ/36 Τάγματος τον οποίο διοικούσε προκάλεσε σημαντικές απώλειες στους Γερμανούς. Όπως αφηγήθηκε έναν χρόνο αργότερα ο ίδιος: «Έκανα τη διάταξη των τμημάτων γρήγορα και τοποθετούσα την ομάδα της ΕΠΟΝ στο κεντρικό ύψωμα, καθώς εκείνη τη στιγμή, ώρα 9.20, η διμοιρία Ρουμελιώτη έτρεχε να προλάβει το αριστερό δεσπόζον ύψωμα. Οι Γερμανοί μας χτύπησαν εκείνη τη στιγμή, πρώτα την ΕΠΟΝ και τη διμοιρία Ρουμελιώτη. Αμέσως απαντήσαμε στα πυρά. Στα πρώτα λεπτά σκοτώνεται ένας ΕΠΟΝίτης που κρατούσε οπλοπολυβόλο. Ένας δεύτερος τραυματίζεται στο λαιμό. Τρεις αντάρτες της 1ης διμοιρίας τραυματίζονται σοβαρά και ξεψυχούν και δύο τραυματίζονται ελαφρότερα…Με χειροβομβίδες, ο Λιβανατέος, ο Ξηροβουνιώτης (Γιάννης Τσιτσιπής) και άλλα παλικάρια ξεμπήγουν τους Γερμανούς από το ύψωμα…». Παρά τη χρήση πυροβολικού, οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν να κάμψουν την άμυνα των ανταρτών και ο «Λοκρός» προτάθηκε για το Αριστείο του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα που απένειμε το ΓΣ του ΕΛΑΣ.
Ανάλογο αριθμό ανθυπολοχαγών είχαν και οι άλλες αντάρτικες οργανώσεις. Στις «Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών (ΕΟΕΑ)» του Ναπολέοντα Ζέρβα, ο οποίος είχε προσελκύσει πολλούς αξιωματικούς., βρέθηκαν οι Αντώνιος Τσικούρας (ΜΧ), Απόστολος Στεργιόπουλος (ΠΖ), Απόστολος Μπονώτης (ΠΖ), Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου (ΠΖ), Γεώργιος Ντενίσης (ΠΖ) κ.ά. Στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων του συνταγματάρχη Δημήτριου Ψαρρού που έδρασε στην Παρνασσίδα, έκριναν ταιριαστό να υπηρετήσουν τρεις ρουμελιώτες συμμαθητές, οι Θεόδωρος Καλλικάντζαρος (ΠΖ) από τη Λαμία, Νικόλαος Μακαρέζος (ΠΒ) από τη Γραβιά και Σωτήρης Κοκκόρης (ΠΒ) από τους Άγιους Πάντες Φωκίδας.
Η αιμάτινη σπονδή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα δεν ήταν αμελητέα. Στις 21 Ιουνίου 1943, πέντε μέλη κατασκοπευτικών δικτύων εκτελούνταν από τους Γερμανούς στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Ένας από αυτούς ήταν και ο ανθυπολοχαγός (ΠΒ) Ιωάννης Βαρσόπουλος από την Κόρινθο, δραστήριο μέλος του δικτύου «Προμηθέας ΙΙ» και συνεργάτης της Λέλας Καραγιάννη. Δύο βδομάδες αργότερα (5 Ιουλίου 1943) ο Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου (ΠΖ) από την Αθήνα έπεφτε μαχόμενος εναντίον των Ιταλών στη γέφυρα του Αχελώου, ως διοικητής λόχου στο Αρχηγείο Βάλτου των ΕΔΕΣ-ΕΟΕΑ. Ο τρίτος συμμαθητής που θυσιάστηκε πολεμώντας τους κατακτητές ήταν ο Απόστολος Στεργιόπουλος (ΠΖ) που υπηρετούσε στον ΕΔΕΣ και είχε προβιβαστεί σε υπολοχαγό, σύμφωνα με το πρότυπο των στρατιωτικών προαγωγών ανά τριετία που ακολουθούσε ο ΕΔΕΣ. Σκοτώθηκε στις σκληρές μάχες που έδωσε η μονάδα του –το 3/40 Σύνταγμα των ΕΟΕΑ με διοικητή τον ίλαρχο Γεώργιο Αγόρο (Τάξη 1929)– εναντίον των υποχωρούντων Γερμανών στα υψώματα της Παραμυθιάς, στις 17 Σεπτεμβρίου 1944. Ήταν το τριακοστό πέμπτο και τελευταίο θύμα της Τάξης στον πόλεμο εναντίον του Άξονα. Κατά σύμπτωση, την ίδια ακριβώς μέρα, στη φονική μάχη του Μελιγαλά (17.9.1944), την τρίτη και τελευταία επίθεση στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας οδηγούσαν δύο αδελφικοί φίλοι, συμμαθητές στην ΣΣΕ και τώρα λοχαγοί στο 9ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, οι Κωνσταντίνος Μπασακίδης (ΠΖ) και Ιωάννης Διακουμογιαννόπουλος (ΠΒ). Στην τελική έφοδο, ο Μπασακίδης φώναξε στον φίλο του να προφυλάσσεται από τα πυρά, οπότε ο Διακουμογιαννόπουλος απάντησε: «Γιατί ρε Μπασακίδη, μόνο εσύ είσαι παλικάρι;!». Λίγο αργότερα έπεφτε νεκρός από τα πυρά των ταγματασφαλιτών, ανάμεσα στους οποίους και κάποιοι συμμαθητές του. Ο Εμφύλιος Πόλεμος βρισκόταν ήδη στην κορύφωσή του.

 
ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΣΠΑΡΑΓΜΟΥ

            Ίσως περισσότερο από κάθε άλλη «φουρνιά» ευέλπιδων, η Τάξη του 1940 ενεπλάκη έμπρακτα στις πολύμορφες και σφοδρότατες εμφύλιες συγκρούσεις που ταλάνισαν την χώρα από το 1943 έως το 1949. Οι ραγδαίες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις της Κατοχής που διαμόρφωσαν χάσματα και συμπαγή ιδεολογικά στρατόπεδα δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστο το σώμα των Ελλήνων αξιωματικών, με αποτέλεσμα ο εμφύλιος, τόσο στην πρώτη του φάση (1943-1944 και Δεκεμβριανά), όσο και στη δεύτερη (1946-1949) να καταλύσει με απόλυτο τρόπο τους αδελφικούς δεσμούς που είχαν αναπτυχθεί στα θρανία της Σχολής Ευελπίδων. Στον εμφύλιο που ξέσπασε πριν την Απελευθέρωση της χώρας,  οι επιλογές που είχε μπροστά του ένας αξιωματικός ο οποίος δεν ήθελε να αναμιχθεί στην ενεργό Αντίσταση ήταν λιγοστές. Μετά την αλματώδη αύξηση της επιρροής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τις πρώτες ενδοαντιστασιακές συγκρούσεις που ενεργοποίησαν τα υπάρχοντα αντικομμουνιστικά ένστικτα, συγκροτήθηκε ένα συμπαγές ιδεολογικά αντίπαλο δέος που βασιζόταν στην ανάγκη προάσπισης του «νόμου και της τάξης». Στο πολύμορφο αντιεαμικό στρατόπεδο, οι αξιωματικοί –συμπεριλαμβανομένων πολλών συμμαθητών του Αυγούστου 1940– ήταν φυσικό να συμμετέχουν ενεργά, αν όχι να πρωταγωνιστούν. Με δεδομένο τον συντηρητισμό με τον οποίον είχαν διαποτιστεί στη Σχολή Ευελπίδων, την απουσία ιδεολογικών προτιμήσεων και την δικαιολογημένη (ή όχι) οργή για πράξεις των κομμουνιστών, δεν ήταν λίγοι αυτοί που βρέθηκαν να υπηρετούν στα Τάγματα Ασφαλείας, σε οργανώσεις που συγκροτήθηκαν απευθείας από τους Γερμανούς (ΕΕΣ) ή είχαν διολισθήσει στη συνεργασία με αυτούς (ΠΑΟ) και σε αντικομμουνιστικές ομάδες (Χ), μπαίνοντας με αυτό τον τρόπο ακόμα περισσότερο στο στόχαστρο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Το πρώτο πεδίο μάχης του κατοχικού εμφυλίου ήταν η Πελοπόννησος. Από τις αρχές του 1943, οι περισσότεροι Πελοποννήσιοι αξιωματικοί είχαν συνδεθεί με έναν αντιστασιακό όμιλο αξιωματικών υπό τον τίτλο «Ελληνικός Στρατός (ΕΣ), και επικεφαλής τον συνταγματάρχη Αθανάσιο Γιαννακόπουλο, τον ίλαρχο Τηλέμαχο Βρεττάκο, και τους λοχαγούς Σταύρο Νικολόπουλο και Χρήστο Καραχάλιο και στενή επαφή με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ). Η έντονη ανάγκη συσπείρωσης για ανάληψη δράσης είχε συσπειρώσει την πλειοψηφία των αξιωματικών σε κεντρική, δυτική και νότια Πελοπόννησο, προτού οι ενδοαντιστασιακές διαμάχες θολώσουν το τοπίο. Μεταξύ των 120 περίπου μόνιμων αξιωματικών που επιχειρούσαν μέσω τους ΕΣ να συγκροτήσουν «εθνικό» αντάρτικο βρέθηκαν κάποια στιγμή και οι συμμαθητές Ιωάννης Λαδάς, Ανδρέας Μπόμπος, Τρύφων Αποστολόπουλος, Νικόλαος Μέλιος, Στέφανος Άρχος, Κωνσταντίνος Μπασακίδης, Ιωάννης Κοτσώνης, Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος κ.ά. Οι ομάδες του ΕΣ δεν ανέπτυξαν εθνικοαπελευθερωτική δράση, λόγω των ένοπλων συγκρούσεων με τον ΕΛΑΣ που ξεκίνησαν τον Αύγουστο και κατέληξαν τον Οκτώβριο του 1943 στη διάλυση της οργάνωσης. Σε μια από τις πολλές συμπλοκές αντιστασιακών, καταγράφηκε και το τρίτο θύμα της Τάξης στην κατεχόμενη Ελλάδα (είχαν προηγηθεί, όπως είδαμε, οι Βαρσόπουλος και Κωνσταντίνου): Ο Ιωάννης Καλλιάνης (ΠΖ) από την Καλαμάτα, ένας από τους λίγους συμμαθητές που υπηρετούσε ήδη συνειδητά στον ΕΛΑΣ Μεσσηνίας, σκοτώθηκε σε συμπλοκή στις 17 Αυγούστου 1943 στις Πηγές Αλαγωνίας. Οι εμφύλιες διαμάχες οδήγησαν τους περισσότερους αξιωματικούς να αδρανήσουν, να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή ή να καταταγούν στα Τάγματα Ασφαλείας, ενώ ορισμένοι επέλεξαν να προσχωρήσουν στο στρατόπεδο των «κομμουνιστών», με την θέλησή τους ή εξαναγκαζόμενοι. Στην κατηγορία όσων εντάχθηκαν οικειοθελώς στον ΕΛΑΣ ανήκουν οι Άρχος, Μέλιος και Μπασακίδης που αργότερα ανέπτυξαν θεαματική δράση στον ΕΛΑΣ, ως διμοιρίτες και λοχαγοί, ο πρώτος στο 6ο Σύνταγμα Κορίνθου, οι δύο τελευταίοι στο 9ο Σύνταγμα Μεσσηνίας, όπως είδαμε και παραπάνω. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει ο συμμαθητής τους, Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος (ΠΖ) από την Κάτω Γουμένισα Καλαβρύτων που σχεδόν εκβιάστηκε να ακολουθήσει τους αντάρτες. Όπως γράφει ο ίδιος στην απολογητική μεταπολεμική έκθεσή του προς το Συμβούλιο Στρατιωτικών (1945): «Κατόπιν της πιέσεως ταύτης ηναγκάσθην να ακολουθήσω. Ουδεμίαν υπηρεσίαν μου ανέθεσεν, ούτε διοίκησιν, παρακολουθούμενος και ονειδιζόμενος υπό των κομμουνιστών […] Ενέργειά μου ήτο η εξεύρεσις τρόπου αποχωρήσεως εκ του καρκινώματος τούτου […] Εις τον ΕΛΑΣ υπηρέτησα από 17 Ιουνίου 1943 μέχρι 10 Οκτωβρίου 1943. Από 10 Οκτωβρίου 1943 μέχρι 30 Ιουλίου 1944 παρέμεινα εις το χωρίον μου προσποιούμενος τον πάσχοντα εκ πλευρίτιδος μη αναμιγνυόμενος ουδαμού εις τας κομμουνιστικάς των οργανώσεις».
Μια ξεχωριστή κατηγορία συνιστούν οι ολιγάριθμες περιπτώσεις συμμετοχής στα Τάγματα Ασφαλείας. Εκεί εντάχθηκαν τόσο εκείνοι που δεν είχαν εξαρχής ιδεολογικές ανησυχίες ούτε διάθεση να αναμιχθούν στην Αντίσταση, όσο και αυτοί που θεωρούσαν τον αντικομμουνιστικό αγώνα ως πρώτη προτεραιότητα. Ανάμεσα στους αξιωματικούς που κλήθηκαν τον Ιούνιο του 1943 από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη να υπηρετήσουν στα Τάγματα Ευζώνων (το επίσημο στρατιωτικό σώμα που συγκρότησε το δοσιλογικό κράτος των Αθηνών), βρέθηκαν οι τρεις Αθηναίοι συμμαθητές Βασίλειος Παππάς, Σταύρος Παππάς και Ιωάννης Κοκοτός –όλοι του πεζικού –οι οποίοι μέχρι την Απελευθέρωση θα συμμετάσχουν σε όλες τις αιματηρές επιδρομές και τα μπλόκα στις συνοικίες της Αθήνας, σε συνεργασία με τους Γερμανούς. Στα Τάγματα Ασφαλείας Εύβοιας (Ι Ανεξάρτητο Τάγμα Ευζώνων με έδρα την Χαλκίδα) υπηρέτησε ως διοικητής λόχου στην περιοχή των Ψαχνών, ο Κωνσταντίνος Μπιμπλής (ΠΖ) από την Κάρυστο. Στην Πελοπόννησο η συμμετοχή ήταν αναλογικά μεγαλύτερη, αν και δεν διαθέτουμε άλλα ονόματα, πλην του Ιωάννη Κοτσώνη (ΠΖ) από τη Σκούρα Λακωνίας. Στο Τάγμα Ασφαλείας Ναυπάκτου που συγκροτήθηκε τον Ιούνιο του 1944 με διοικητή τον ταγματάρχη Γεώργιο Καπετσώνη βρέθηκε να υπηρετεί και ο Σωτήρης Κοκκόρης (ΠΒ), ένας από τους επιζώντες της διάλυσης του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων, που κατετάγησαν στα Τάγματα αναζητώντας εκδίκηση από τους κομμουνιστές. Το τέλος του Κόκκορη ήταν άδοξο: Σκοτώθηκε από νάρκη στο στρατόπεδο του Αράξου στην Πάτρα (9.10.1944), όπου είχε καταφύγει το Τάγμα έπειτα από συμφωνία με τον ΕΛΑΣ.
  Από τους συνολικά 20 συμμαθητές που σκοτώθηκαν το διάστημα 1 Μαΐου 1941 μέχρι 31 Ιανουαρίου 1945, οι 13 χάθηκαν από ελληνικά χέρια και ήταν κυρίως θύματα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Εξαιτίας της πολυπλοκότητας των κατοχικών γεγονότων (και της ποικιλομορφίας των προς καταγραφή περιπτώσεων) είναι αδύνατος ο ακριβής προσδιορισμός της «ενοχής» που προσήπτε το ΕΑΜ σε κάθε περίπτωση και μπορούμε να περιοριστούμε στη διαπίστωση πως, ορισμένες φορές, η ιδιότητα του αξιωματικού αποτελούσε από μόνη της επιβαρυντικό στοιχείο.
Σύμφωνα με τα αρχεία του στρατού, ο υπολοχαγός (ΠΒ) Σπυρίδων Δασκαλάκης από το Ρέθυμνο συνελήφθη και εκτελέστηκε από «αναρχικούς» τον Αύγουστο του 1944 στην Ιερισσό της Χαλκιδικής. Ο Δασκαλάκης δεν ανήκε ούτε στα Τάγματα Ασφαλείας ούτε σε κάποια από τις ένοπλες (δοσιλογικές ή μη) οργανώσεις της Μακεδονίας. Υπηρετούσε στη Μέση Ανατολή, ανήκε σε κλιμάκιο βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών και είχε αποβιβαστεί μυστικά στην Χαλκιδική. Συνελήφθη και εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ της περιοχής ως "κατάσκοπος", πράγμα που τον κατατάσσει αυτόματα σε μια από τις πιο τραγικές περιπτώσεις της Τάξης. Την ίδια τύχη είχε και ο Ανδρέας Μπόμπος (ΠΖ) από το Άργος που εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ στο Πόρτο Χέλι της Αργολίδας τον Ιανουάριο του 1944 και για τον οποίον δεν διαθέτουμε περισσότερο συγκεκριμένες πληροφορίες. Ο υπολοχαγός (ΠΖ) Απόστολος Αποστολίδης από την Δράμα, που υπηρετούσε σε Βρετανική υπηρεσία πληροφοριών, ήταν ένα από τα πολλά θύματα της ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης τις παραμονές της Απελευθέρωσης. Στις 12 Οκτωβρίου 1944, μια ομάδα ενόπλων τον απήγαγε από το σπίτι του και τον οδήγησε για εκτέλεση στη συνοικία της Νεάπολης. Ο νεαρός αξιωματικός πρόβαλλε αντίσταση και επιχείρησε να διαφύγει αλλά δέχθηκε πολλές σφαίρες από τους εκτελεστές του, ενώ, σύμφωνα με μια μαρτυρία, το πτώμα του ανακαλύφθηκε αρκετούς μήνες αργότερα και μάλιστα ακέφαλο. Ο υπολοχαγός Δημήτρης Αστέρης (ΠΒ) από την Τρίπολη ήταν το τρίτο κατά σειρά θύμα. Όντας ενεργό μέλος της εθνικιστικής «Χ», εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ τη δεύτερη μέρα των Δεκεμβριανών, αφού συνελήφθη αιχμάλωτος μετά την φονική Μάχη του Θησείου (4.12.1944), ενώ μαχόταν επικεφαλής ενός εκ των φυλακίων της οργάνωσης κοντά στο Αστεροσκοπείο. Την επόμενη μέρα, ο Θεόδωρος Καλλικάντζαρος (ΠΖ), από τους γενναιότερους αξιωματικούς του αντάρτικου 5/42 Συντάγματος, έβρισκε τραγικό τέλος με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Χωρίς να έχει ανάμιξη σε ένοπλες οργανώσεις στην Αθήνα, αφότου είχε διαφύγει των εμφύλιων συγκρούσεων στη Ρούμελη, έπεσε στα χέρια του ΕΛΑΣ ο οποίος τον είχε προγράψει συνδέοντας τον με τον επίσης προγραμμένο λοχαγό και συνεργάτη του Ψαρρού, Ευθύμιο Δεδούση. Τον κατάλογο των εκτελεσμένων συμπληρώνει ο Δημήτριος Μαγκανάρης (ΙΠ) από την Αθήνα που θανατώθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες από την Πολιτοφυλακή του ΕΑΜ στις Τρεις Γέφυρες. Από τις σφαίρες του ΕΛΑΣ στην Αθήνα έπεσε και ο Ιωάννης Παπαϊωάννου από τη Νιγρίτα, επίσης αξιωματικός του Ιππικού, που υπηρετούσε στην 505 Μονάδα. Ο θάνατός του, στις 2 Ιανουαρίου 1945, λίγες ημέρες πριν την ανακωχή των Δεκεμβριανών, συνέπιπτε με το κλείσιμο μιας τραγικής περιόδου της νεώτερης ελληνικής ιστορίας και το άνοιγμα μιας ακόμη τραγικότερης. 
Στις φονικές μάχες του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) χάθηκαν 15 απόφοιτοι της ΣΣΕ της Τάξης του 1940, με το βαθμό του λοχαγού, δηλαδή οι μισοί από όσους είχαν σκοτωθεί στο αλβανικό μέτωπο. Πρώτος στον μακρύ κατάλογο, ο Ευάγγελος Κόζαρης από την Φλώρινα ο οποίος αιχμαλωτίστηκε από τον ΔΣΕ στη Μάχη του Κορύμβου Έβρου, δικάστηκε από Ανταρτοδικείο και εκτελέστηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1946. Ο Ιωάννης Κασάς από την Καλαμάτα απεβίωσε στις 18 Μαΐου 1947 ενώ ανάρρωνε από τα τραύματα που είχε λάβει σε πρόσφατες μάχες. Ο Χαρίλαος Στοφόρος (611 ΤΠ) από την Ενορία Εύβοιας εξαφανίστηκε μετά από συμπλοκή στην Πόβλα Μουργκάνας στις 5 Μαρτίου 1948 και έκτοτε φέρεται ως αγνοούμενος. Ο Ευάγγελος Πασσιάς (516 ΤΠ) από τα Λαγκάδια Αρκαδίας σκοτώθηκε από νάρκη στον Εξαπλάτανο Αλμωπίας στις 22 Απριλίου 1948. Ο Χρήστος Σουραβλάς (ΠΒ) από τα Χάλια Βοιωτίας τραυματίστηκε θανάσιμα στις 25 Μαΐου 1948 ως διοικητής πυροβολαρχίας του 108 Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού (ΣΠΠ). Ο Ελευθέριος Καρατζάς (628 ΤΠ) από την Αθήνα, απεβίωσε στο 406 Στρατιωτικό Νοσοκομείο εξαιτίας πολεμικών τραυμάτων, τον Ιούνιο του 1948. Στις μάχες του Γράμμου (5.8.1948) σκοτώθηκε ο Ιωάννης Κοκοτός (563 ΤΠ) ενώ τρεις ημέρες αργότερα, έχανε τη ζωή του σε δυστύχημα στην περιοχή της Καλαμπάκας ο φίλος του, Βασίλειος Παππάς (ΠΖ) του 930 ΚΔΣ. Τον ίδιο μήνα, ο Αναστάσιος Ζαφείρης (614 ΤΠ) από την Πυρσόγιανη Ιωαννίνων, έπεφτε στις μάχες του Βίτσι (29.8.1948) ενώ λίγο αργότερα, ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου ή Λαχανάς (ΠΒ) χανόταν στη Βελίκα Μουργκάνας (12.9.1948). Ο Σπυρίδων Τρικαλιώτης από την Αθήνα απεβίωσε από τα τραύματά του στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο τον Φεβρουάριο του 1949. Ο Βασίλειος Μανωλάκος (625 ΤΠ) φονεύθηκε στα υψώματα της Σκουληκαριάς Άρτας στις 26 Μαρτίου 1949. Ο Γιώργος Καραγιάννης (ΠΖ) από το Ηράκλειο που υπηρετούσε στην Α’ Μοίρα Καταδρομών (ΛΟΚ) σκοτώθηκε στο Γραμμένο Ιωαννίνων στις 10 Μαΐου 1949. Θύμα του Εμφυλίου πρέπει να θεωρείται και ο Αλέξανδρος Καπόπουλος από τους Κωνσταντίνους Μεσσηνίας που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 26 Ιουνίου 1949, στον τομέα της ΙΧ Μεραρχίας, κοντά στην Καστοριά. Ο Νικόλαος Λαγοπάτης (Τ/Θ) ήταν το τελευταίο θύμα του εμφύλιου σπαραγμού. Σκοτώθηκε με το βαθμό του επιλάρχου στις 4 Ιουλίου 1949, κάπου στη Δυτική Μακεδονία. Στατιστικά, οι 15 συνολικά απώλειες της Τάξης στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση στα έτσι κι αλλιώς υψηλά ποσοστά θνησιμότητας των αξιωματικών την περίοδο 1946-1949.
Στη λίστα των νεκρών του Εθνικού Στρατού θα πρέπει να προσθέσουμε και τα ονόματα των συμμαθητών τους που σκοτώθηκαν πολεμώντας στην άλλη πλευρά του λόφου. Γνωρίζουμε πως στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ), τις αντάρτικες ομάδες του ΚΚΕ, είχαν ενταχθεί οι Απόστολος Κοκμάδης, Κωνσταντίνος Ροζάκης, Νίκος Τερζόγλου, Χρήστος Στεφόπουλος, Θεόδωρος Ζαλοκώστας, Κωνσταντίνος Μπασακίδης, Γιώργος Αγραφιώτης, Κωνσταντίνος Ξηροτύρης, Αριστείδης Λαδιάς και Σωτήρης Τσιτσιπής.  Όλοι τους είχαν αποταχθεί από το στράτευμα επειδή είχαν υπηρετήσει στον ΕΛΑΣ και είχαν γίνει μέλη του ΚΚΕ.  Σύμφωνα με τις αποφάσεις 6, 43, 18, 8, 10, 12 και 14/1945 του Β’ Ειδικού Στρατιωτικού Συμβουλίου, τέθηκαν μαζί με 20 περίπου ακόμα συμμαθητές τους στις τάξεις των «εκτός υπηρεσίας και οργανικών θέσεων τελούντων», ενώ οι Τσιτσιπής και Μπασακίδης προφυλακίστηκαν τον Οκτώβριο του 1945 ως ενεχόμενοι σε φόνους. Σε μια πολυσέλιδη αναφορά του προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, (Δεκέμβριος 1945), γραμμένη στις Φυλακές Ακροναυπλίας, ο Μπασακίδης σημείωνε την δράση του στο αλβανικό μέτωπο, την πρόταση παρασημοφόρησης, τις μάχες εναντίον των Γερμανών και κατέληγε με πικρία, πως «καθ’ όλην την διάρκειαν της Κατοχής ουδέποτε εξετέλεσα πράξεις αντιβαίνουσας προς την τιμήν και αξιοπρέπειαν του αξιωματικού. Ουδέποτε παρεσύρθην από ιδιοτέλειαν και πάντοτε έπραξα το καθήκον μου συμφώνως προς τας διαταγάς ανωτέρων μου και συμμαχικάς επιταγάς». Οι νεκροί αξιωματικοί-αντάρτες του ΔΣΕ ήταν οι εξής: Ο Θεόδωρος Ζαλοκώστας («Παλιούρας») σκοτώθηκε στις 22 Απριλίου 1947 στην περιοχή της Άρτας. Ο Κωνσταντίνος Μπασακίδης, που είχε αναδειχθεί σε επιτελικό αξιωματικό της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΔΣΕ Πελοποννήσου, χάθηκε στις 14 Μαρτίου 1949 στο ύψωμα «Δρακοβούνι» στη Βόρεια Αρκαδία, στην προσπάθειά του να διασπάσει μια ενέδρα των ΛΟΚ. Ένας από τους ελάχιστους επιζώντες αντάρτες της ενέδρας, αφηγήθηκε στον γράφοντα πως ο Μπασακίδης εξέπνευσε μετά από αρκετές ώρες φωνάζοντας τραυματισμένος στο σκοτάδι «Δεν βρίσκεται κανένας να με αποτελειώσει;». Δυο μήνες αργότερα, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, ο Αριστείδης Λαδιάς έχανε τη ζωή του στο ύψωμα Κουλκουθούρια στις 18 Μαίου 1949, κατά τη διάρκεια της αιματοβαμμένης προσπάθειας της 18ης Ταξιαρχίας του ΔΣΕ να ανακαταλάβει το Βίτσι. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του συμμαθητή του από την ΣΣΕ και συμμαχητή του στο ΔΣΕ, Απόστολου Κοκμάδη, που τον συνάντησε την παραμονή της μάχης, «στο πρόσωπό του φαινόταν πως γνώριζε το τέλος του…». Τον ίδιο μήνα χανόταν και ο «Λοκρός». Ο Σωτήρης Τσιτσιπής, επιτελάρχης της 138 Ταξιαρχίας του ΔΣΕ, συνελήφθη αιχμάλωτος στον ορεινό χώρο μεταξύ Άρτας και Τρικάλων, εξαντλημένος και ρακένδυτος, ακολουθώντας τα υπολείμματα των αντάρτικων τμημάτων της Θεσσαλίας. Παραπέμφθηκε απευθείας στο Στρατοδικείο Τρικάλων με διαταγή του Θρασύβουλου Τσακαλώτου και εκτελέστηκε στα τέλη Μαΐου του 1949 στα Τρίκαλα, αν και θρυλείται πως ορισμένοι συμμαθητές του επιχείρησαν να αποτρέψουν την θανατική του καταδίκη. Και οι τέσσερις, όπως και όλοι οι ομόβαθμοί τους μόνιμοι αξιωματικοί, ονομάστηκαν από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ) του ΚΚΕ αντισυνταγματάρχες «τιμημένοι νεκροί» σύμφωνα με την ορολογία των ανταρτών του ΔΣΕ.

ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΧΩΡΑ

Δεκαοκτώ χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, η Τάξη του 1940 επανήλθε στο προσκήνιο, με τρόπο απροσδόκητο και δυναμικό. Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 οργανώθηκε και εκτελέστηκε από μια τριανδρία την οποία αποτελούσαν ο ταξίαρχος Τ/Θ Στυλιανός Παττακός και οι συνταγματάρχες ΠΒ,  Γεώργιος Παπαδόπουλος και Νικόλαος Μακαρέζος, συμμαθητές και ανθυπολοχαγοί του 1940. Ο ηγέτης των πραξικοπηματιών, Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε διατελέσει επανειλημμένα Αρχηγός Τάξης, με το βαθμό του επιλοχία, Αρχηγός Σχολής και αποφοίτησε με σειρά επιτυχίας 2 στο Πυροβολικό. Η εντυπωσιακή προσωπική πορεία του Παπαδόπουλου έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας από τους ιστορικούς της μεταπολεμικής περιόδου, ωστόσο αρκετές πτυχές της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας παραμένουν ακόμα άγνωστες. Γεννημένος τον Μάιο του 1919 στο Ελαιοχώρι Αχαϊας, υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο ως ανθυπολοχαγός, διοικητής ουλαμού πυροβολικού. Την περίοδο της Κατοχής παρέμεινε σχετικά αδρανής, συνδεόμενος μόνο με την οργάνωση Χ στην Αθήνα (οι μαρτυρίες που τον φέρουν αξιωματικό των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πάτρα δεν επιβεβαιώνονται), ενώ μετά το 1945 υπήρξε σημαίνον στέλεχος σε μυστικές οργανώσεις μέσα στους κόλπους του στρατεύματος, οπως την ΕΝΑ (Ένωσις Νέων Αξιωματικών) που αργότερα απορροφήθηκε από τον ΙΔΕΑ. Αποφοίτησε από την Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και την Σχολή Εθνικής Αμύνης και παρασημοφορήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας, τον Πολεμικό Σταυρό και το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων. Ως χαρακτήρας ήταν αυστηρός, πειθαρχικός και ιδιαίτερα φιλόδοξος: «Από τη Σχολή ο Παπαδόπουλος είχε ένα «τουπέ», μια φιλαυτία μπορώ να σου πω, που τον ξεχώριζε κάπως…Ήταν αυτό που θα λέγαμε «σπασίκλας», ωστόσο ποτέ δεν κάρφωσε κανέναν απο μας που πηδάγαμε και καμιά μάντρα –έπαιρνε πάντα την ευθύνη πάνω του– και αυτό μου είχε κάνει εντύπωση». (Μαρτυρία Απόστολου Κοκμάδη). Αυτή η εγνωσμένη από εχθρούς και φίλους φιλοδοξία του Παπαδόπουλου αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο στο γνωστό παρωνύμιο που τον συνόδευε για αρκετά χρόνια προτού αναλάβει «επαναστατικώ δικαίω» την τύχη της χώρας: «Νάσερ της Ελλάδας». Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, μετεκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ και υπηρέτησε σε διάφορες επιτελικές θέσεις και μονάδες πυροβολικού και την περίοδο 1959-1964 εντάχθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ), οπότε και ξεκινά η «σκοτεινή» περίοδος της ζωής του. Διετέλεσε επικεφαλής της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας και Κατασκοπείας (με το βαθμό του ταγματάρχη) αποκτώντας στενές υπηρεσιακές σχέσεις με τα κλιμάκια της CIA στην Ελλάδα. Το 1961, από την θέση του κλαδάρχη της Υπηρεσίας Ειδικών Μελετών της ΚΥΠ πρωταγωνίστησε στη διαμόρφωση του μυστικού κυβερνητικού σχεδίου «Περικλής» που είχε στόχο να πλήξει την πολιτική επιρροή της ΕΔΑ με διάφορα «ειδικά» μέτρα εκτός συνταγματικής νομιμότητας. Το 1964 ήταν διοικητής της 117 ΜΠΠ στην Ορεστιάδα, με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη και εμπλέχθηκε στο περίφημο «σαμποτάζ του Έβρου», μια ενορχηστρωμένη προβοκάτσια που ο ίδιος κατασκεύασε εναντίον ανδρών της μονάδας, με στόχο τη δήθεν ύπαρξη παράνομου κομμουνιστικού δικτύου στον Έβρο. Παραπέμφθηκε ως ηθικός αυτουργός βασανιστηρίων στη Στρατιωτική Δικαιοσύνη αλλά απαλλάχθηκε, δείγμα της ήδη εδραιωμένης φήμης του και των ισχυρών γνωριμιών που διέθετε στην ιεραρχία των ενόπλων δυνάμεων αλλά και μια προσωπική-οικογενειακή σχέση με την οικογένεια του Γεωργίου Παπανδρέου. Το 1966 προήχθη σε συνταγματάρχη με το βαθμό του συνταγματάρχη ως υποδιευθυντής του ΙΙΙ Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΣ, οπότε και ξεκίνησε η προπαρασκευή της «επανάστασης». Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ανέλαβε διαδοχικά Υπουργός Προεδρίας, πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Εξωτερικών. Στις 21 Μαρτίου 1972 αντικατέστησε τον (διορισμένο) αντιβασιλέα Γεώργιο Ζωιτάκη στην αντιβασιλεία και τον Ιούνιο του 1973, μετά από νώθο κυρωτικό δημοψήφισμα, ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία με προσωρινό πρόεδρο δημοκρατίας τον ίδιο και αντιπρόεδρο τον Οδυσσέα Αγγελή.
Τα κυβερνητικά σχήματα της επταετίας 1967-1974 που έμεινε στο νεοελληνικό λεξιλόγιο ως «Χούντα των Συνταγματαρχών» στελέχωσαν πράγματι αρκετοί συνταγματάρχες, εκ των οποίων αρκετοί απόφοιτοι της Τάξης, όπως ο Ιωάννης Λαδάς ως Υπουργός Εσωτερικών και ο Νικόλαος Γκαντώνας που το 1968 ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ο Τρύφωνας Αποστολόπουλος διορίστηκε διευθυντής στην πειραματική τηλεόραση των Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ και στη συνέχεια ΥΕΝΕΔ), ενώ ο Γρηγόριος Μπονάνος ανέλαβε Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ), θέση από την οποία «καθοδήγησε» την δραματική εμπλοκή της χώρας στον τραγικό πόλεμο της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974. Να σημειωθεί πως ο Μπονάνος ήταν ο μόνος από την Τάξη του 1940 που έφτασε στο βαθμό του Στρατηγού.
Κλείνοντας την αναφορά στην περίοδο της Δικτατορίας, πρέπει να σταθούμε σε μια ακόμα περίπτωση που επιβεβαιώνει με τρόπο απόλυτο (όσο και τραγικό) πως η Τάξη του 1940  κάλυψε κάθε πιθανό πολιτικό στρατόπεδο κατά τη διάρκεια της ταραγμένης εμφυλιακής και μετεμφυλιακής περιόδου: Ο συνταγματάρχης ΠΖ, Δημήτριος Οπρόπουλος –πρώτος αριστούχος ανάμεσα στους νεαρούς ανθυπολοχαγούς 29 χρόνια πριν (σειρά επιτυχίας 1 στο Πεζικό) και αξιωματικός μεγάλου κύρους– βρέθηκε στις πρώτες γραμμές της αντιδικτατορικής αντίστασης. Στα πλαίσια του βασιλικού αντιπραξικοπήματος της 13ης Δεκεμβρίου 1967, σχεδίαζε (ως διοικητής τάγματος) μαζί με αρκετούς ομόβαθμούς του την κατάληψη διαφόρων στρατοπέδων στην Αττική, καθώς και της ΑΣΔΕΝ. Η κίνηση απέτυχε και όλοι οι μετέχοντες συνελήφθησαν. Ο ίδιος ο Οπρόπουλος εξορίστηκε και βασανίστηκε –κατά τραγική ειρωνεία, από τους πρώην συμμαθητές του– και έμεινε παράλυτος από τη μέση και κάτω. Η Χούντα του επέτρεψε να εγκατασταθεί στο Λονδίνο, από όπου και συνέχισε τη δράση του εναντίον του καθεστώτος.
Στις 23 Αυγούστου 1975, ο πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, Ιωάννης Ντεγιάννης διάβασε την απόφαση της ιστορικής «Δίκης των Πρωταιτίων» του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου που καταδίκαζε σε θάνατο και καθαίρεση τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Νικόλαο Μακαρέζο και Στυλιανό Παττακό, με τις κατηγορίες της στάσης και της εσχάτης προδοσίας. Η μετατροπή της ποινής σε ισόβια από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ήταν το συμβολικό τέλος της «μακράς» εμφυλιακής περιόδου, ενώ σηματοδότησε την «αποστράτευση» μιας ολόκληρης γενιάς  στρατιωτικών που επί δεκαετίες πρωταγωνιστούσε στα δρώμενα, ξεκινώντας από το αλβανικό μέτωπο και φτάνοντας μέχρι το σημείο να κυβερνήσει δικτατορικά την χώρα.  

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

            Η Μεταπολίτευση βρήκε την Τάξη διχασμένη και σκορπισμένη. Το 1980, με πρωτοβουλία του απόφοιτου της Τάξης και τότε ταξίαρχου ΠΖ Μελέτη Κριεκούκη, εκδόθηκε και κυκλοφόρησε ανάμεσα στους παλιούς συμμαθητές το αναμνηστικό λεύκωμα της Τάξης με πλήρη ονομαστικά στοιχεία, στατιστικές απωλειών, ακόμα και ανέκδοτα. Από εκεί πληροφορούμαστε ότι από τους 289 αποφοιτήσαντες βρίσκονταν τότε στη ζωή οι 190 εκ των οποίων 23 έφεραν το βαθμό του αντιστράτηγου, 55 του υποστράτηγου, 39 του ταξίαρχου, 13 του συνταγματάρχη και 13 του αντισυνταγματάρχη. Υπήρχαν επίσης και 36 που έφεραν τον βαθμό του υπολοχαγού και προφανώς ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν την καριέρα του στρατιωτικού επειδή θέλησαν να ιδιωτεύσουν ή είχαν αποταχθεί από το στράτευμα ως «κομμουνιστές». Ωστόσο, μετά την αποστρατεία και των τελευταίων εν ενεργεία αξιωματικών στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι συναντήσεις των παλιών συμμαθητών που είχαν καθιερωθεί τουλάχιστον μια φορά το χρόνο (το μήνα Οκτώβριο) στη Λέσχη Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΛΑΕΔ) στο Σαρόγλειο Μέγαρο υπερέβαιναν στην πράξη όλες τις διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος. Είναι δε χαρακτηριστικό πως το Λεύκωμα της Τάξης είναι το μοναδικό αναμνηστικό λεύκωμα αποφοίτων της ΣΣΕ (ιδιαίτερα σε σχέση με τα αντίστοιχα των τάξεων 1939, 1940β/1941, 1942 και 1943) που παραθέτει στοιχεία για όλους ανεξαιρέτως τους πεσόντες «αδέλφια-συμμαθητές», ακόμα και αυτούς που σκοτώθηκαν στον ΕΛΑΣ ή στο ΔΣΕ, χωρίς αξιολογικούς προσδιορισμούς ή πολιτικές αιχμές. Δεκαετίες αργότερα, στους παλαίμαχους παρέμενε μόνο η ανάμνηση της αδελφικής φιλίας της Ευελπίδων και η αίσθηση πως όλοι αγάπησαν την πατρίδα με τον τρόπο τους.


ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(1) Αρχείο ΓΕΣ/ΥΣΑ.
(2) Αρχείο Εβραικού Μουσείου Ελλάδας (ΕΜΕ).
(3) Η ΤΑΞΙΣ ΜΑΣ 1940 (ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ), Κείμενον-επιμέλεια Μελέτης Κριεκούκης, Φεβρουάριος 1980.
(4) Γιάννης Πριόβολος: ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΩΣ Ή ΕΞ ΑΝΑΓΚΗΣ. ΜΟΝΙΜΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΟΝ ΕΛΑΣ. Εκδόσεις Αλφειός, Αθήνα 2009.
(5) ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ 1975. Εκδοση εφημερίδας «Καθημερινή», Αθήνα, 1998.
(6) Προφορικές μαρτυρίες Απόστολου Κοκμάδη (συνταγματάρχης ΠΒ ε.α.), Σταύρου Παππά (αντιστράτηγος ΠΖ ε.α.), Γεώργιου Βαγενά (αντιστράτηγος ΠΒ ε.α.), Σπυρίδωνα Μπάνου (ταξίαρχου ΔΒ ε.α.).  
(7) http://folders.skai.gr/main/theme?id=204&locale=el