Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Τα εις εαυτόν....


Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν
Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί
Μέσα σε βρόμικες διαλυμένες κάμαρες
Γεμάτοι οργή κι απόγνωση
Αποφασισμένοι ωστόσο
Να το λεκιάσουν με λέξεις
βρόμικες λέξεις
άγιες λέξεις
λέξεις κλειδιά
ιδέες φαντάσματα
λυτρωτικές φράσεις
Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς τους μανιακούς του λόγου
Να γλείψω το μελάνι από τα δάχτυλα τους
Να φιλήσω τα παραμορφωμένα τους μέτωπα
Να συμμαζέψω τις τσαλακωμένες τους ονειρώξεις
Να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη του έρωτα τους
Να τους καθησυχάσω
Να τους πείσω πως δε χρειαζόμαστε άλλο αίμα γι' απόψε
Πως χορτάσαμε
Κι ύστερα να τους βάλω στο κρεβάτι
Και να τους νανουρίσω
(Γιάννης Αγγελάκας)














Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν
Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί
Μέσα σε βρόμικες διαλυμένες κάμαρες
Γεμάτοι οργή κι απόγνωση
Αποφασισμένοι ωστόσο
Να το λεκιάσουν με λέξεις
βρόμικες λέξεις
άγιες λέξεις
λέξεις κλειδιά
ιδέες φαντάσματα
λυτρωτικές φράσεις
Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς τους μανιακούς του λόγου
Να γλείψω το μελάνι από τα δάχτυλα τους
Να φιλήσω τα παραμορφωμένα τους μέτωπα
Να συμμαζέψω τις τσαλακωμένες τους ονειρώξεις
Να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη του έρωτα τους
Να τους καθησυχάσω
Να τους πείσω πως δε χρειαζόμαστε άλλο αίμα γι' απόψε
Πως χορτάσαμε
Κι ύστερα να τους βάλω στο κρεβάτι
Και να τους νανουρίσω
(Γιάννης Αγγελάκας)

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

To Oλοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων 1943-1944: Η περίπτωση των Ιωαννίνων

             Η περιπέτεια των Γιαννιωτών Εβραίων στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκινά, όπως και 
για όλη την Ελλάδα, στις 28 Οκτωβρίου 1940. Ο ιταλικός στρατός επιτέθηκε χωρίς προειδοποίηση από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, ανακόπηκε όμως από τα ελληνικά στρατεύματα ο οποίος τους εξεδίωξε εκτός συνόρων, μέχρι βαθιά μέσα στο αλβανικό έδαφος. Ο αμυντικός  πόλεμος με την Ιταλία ήταν μια εμπειρία που συσπείρωσε την ελληνική κοινωνία, ελευθερώνοντας ένα γνήσιο αίσθημα πατριωτισμού που διαπέρασε όλα τα κοινωνικά στρώματα και τις ομάδες πληθυσμού. Η πρώτη γραμμή του μετώπου δεν απείχε και πολύ από τα Ιωάννινα. Εκτός από πρωτεύουσα της Ηπείρου, η πόλη έγινε και «πρωτεύουσα» του ελληνοϊταλικού πολέμου στεγάζοντας διοικήσεις μεραρχιών και σωμάτων στρατού, αποθήκες, νοσοκομεία. Στις ντόπιες μονάδες, όπως το 15ο Σύνταγμα Πεζικού που διακρίθηκε στη μεγάλη μάχη του Καλπακίου, υπηρετούσαν πολλοί Γιαννιώτες Εβραίοι στρατεύσιμης ηλικίας. Τα συντάγματα πεζικού της Θεσσαλονίκης, 50ο και 67ο, είχαν αναλογικά τους περισσότερους Εβραίους μαχητές από τους οποίους περισσότεροι από 600 έπεσαν στα πεδία των μαχών και 1.500 έμειναν ανάπηροι. Ενδεικτικό της μεγάλης αλλά και ποιοτικής αντιπροσώπευσης των Εβραίων στο στράτευμα, είναι πως ο πιο υψηλόβαθμη απώλεια του ελληνικού στρατού στην Αλβανία ήταν ο συνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής, Εβραίος από την Χαλκίδα.




Στις 6 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα ήρθαν να βοηθήσουν τους καθηλωμένους Ιταλούς εισβάλλοντας στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, στις 9 Απριλίου κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και στις 27 την Αθήνα.
 Αμέσως μετά την κατάκτηση της Ελλάδας και πριν ακόμη από τη διαίρεσή της μεταξύ των δυνάμεων του Άξονα, το διαβόητο «Ζόντερκομμαντο Ρόζενμπεργκ», που είχε ήδη λεηλατήσει την υπόλοιπη ηττημένη Ευρώπη αρπάζοντας Εβραϊκούς θησαυρούς, άρχισε να περιτρέχει όλη τη χώρα. Κέντρο του ενδιαφέροντος ήταν η Θεσσαλονίκη, το μεγαλύτερο κέντρο σεφαραδικού εβραϊσμού στα Βαλκάνια, από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της Γερμανικής Κατοχής, εβραϊκές εφημερίδες έκλεισαν, πολλές οικογένειες εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, κάποιες περιουσίες απαλλοτριώθηκαν και κατά διαστήματα συνέβαιναν δημόσιοι εξευτελισμοί Ραββίνων, ή συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν Εβραίοι ως «κομμουνιστές».



Η εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης

         Η συστηματική δίωξη άρχισε το δεύτερο καλοκαίρι της Κατοχής. Στις 11 Ιουλίου 1942, όλοι οι άρρενες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης διατάχθηκαν να συγκεντρωθούν στην Πλατεία Ελευθερίας για να καταγραφούν σε καταλόγους εργασίας. Κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο 10.000 περίπου άντρες αναγκάστηκαν να εκτελούν ταπεινωτικές «γυμναστικές ασκήσεις» μέχρις εξαντλήσεως. Λίγο αργότερα, περίπου 7.000 από τους Εβραίους της πόλης στάλθηκαν για καταναγκαστικά έργα. Κατασκευάζοντας σιδηροδρομικές  γραμμές, δρόμους και οχυρώσεις για τους Γερμανούς σε άθλιες συνθήκες, πολλοί πέθαναν από ασθένειες και κακομεταχείριση. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ξεκίνησε από τους Γερμανούς, σε συνεργασία με το Δήμο Θεσσαλονίκης, την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου, ισχυρότατο πλήγμα για την κοινότητα. Αφού το κατέστρεψαν εντελώς, χρησιμοποίησαν τις ταφόπλακες ως οικοδομικά υλικά, με αποτέλεσμα σήμερα να μη σώζεται σχεδόν τίποτα από το νεκροταφείο αυτό του 15ου αιώνα εκτός από μερικές ταφόπλακες που το έμπειρο μάτι μπορεί σήμερα να αναγνωρίσει στο προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, στο χώρο γύρω από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο κ.ά.



         Το Φεβρουάριο του 1943, ο βοηθός του διαβόητου Άντολφ Άιχμαν των SS, o Ντήτερ Βισλιτσένι, κατέφθασε στην πόλη, μαζί με τον Αλόις Μπρούνερ, για να προετοιμάσουν τον συστηματικό εκτοπισμό των Εβραίων της πόλης.  το διακριτικό κίτρινο αστέρι, απογραφή ατόμων  κατοικιών και καταστημάτων, απαγόρευση για τους Εβραίους πώλησης ή μεταβίβασης κινητών ή ακινήτων περιουσιακών στοιχείων και κατάσχεση τηλεφωνικών συσκευών. Τον Μάρτιο περίπου 6.000 οικογένειες υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν στα γκέττο που είχαν ορίσει οι Γερμανοί, κυρίως στις γειτονιές του Βαρώνου Χιρς και των Εξοχών, με την απαγόρευση να κουβαλήσουν οτιδήποτε άλλο εκτός από ελάχιστα ατομικά είδη. Η μέγγενη της τρομοκρατίας άρχισε να σφίγγει γύρω από τους τρομοκρατημένους Θεσσαλονικείς. 




Οι φυσικοί ηγέτες των κοινοτήτων κήρυτταν ψυχραιμία και πειθαρχία αναδεικνύοντας εαυτούς σε τραγικά πρόσωπα, όπως ο Αρχιραββίνος της Κοινότητας, Ζβι Κόρετς, που αναγκάστηκε να παραδώσει στους Γερμανούς κατάλογο με τα ονόματα όλων των μελών της κοινότητας. Το Σάββατο, 14 Μαρτίου 1943, όσοι Εβραίοι βρίσκονταν στο γκέττο του Βαρώνου Χίρς, δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό, συνελήφθησαν και την επόμενη μέρα εκτοπίστηκαν με τραίνα στην Πολωνία, στοιβαγμένοι σε υπερπλήρη βαγόνια, με 70 – 75 άτομα το καθένα, χωρίς χώρο για να καθίσουν, με ένα βαρέλι νερό για την διαδρομή και ένα για τις φυσικές τους ανάγκες, για ένα ταξίδι που μπορούσε να διαρκέσει και μια εβδομάδα. Μέχρι τις 2 Αυγούστου 1943, σε συνολικά 19 σιδηροδρομικές αποστολές, περίπου 56.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης στάλθηκαν στο στρατόπεδο Άουσβιτς – Μπίρκεναου, το μεγαλύτερο εργοστάσιο εξόντωσης στη χιτλερική Ευρώπη.
         Πριν τις επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης, είχαν ήδη ξεκινήσει οι εκτοπισμοί των κοινοτήτων της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης που ανήκαν στη βουλγαρική ζώνη κατοχής. Στις 4 Μαρτίου 1943, οι Έλληνες Εβραίοι των Σερρών, της Δράμας, της Καβάλας, της Κομοτηνής, της Αλεξανδρούπολης και του Διδυμοτείχου (οι δύο τελευταίες κοινότητες ήταν στη γερμανοκρατούμενη μεθοριακή ζώνη)  συγκεντρώθηκαν μετά από συντονισμένη βουλγαρική επιχείρηση και στάλθηκαν στο λιμάνι του Λομ, στο Δούναβη, όπου και παραδόθηκαν στους Γερμανούς, οι οποίοι τους μετέφεραν στο στρατόπεδο θανάτου της Τρεμπλίνκα. Από τους 4.200 Εβραίους της περιοχής μόλις 200 επέζησαν, ενώ οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν. Ήταν οι συντριπτικότερες αναλογικά απώλειες του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα.




Έμπρακτη βοήθεια στους Εβραίους

         Αντιδράσεις στην τραγική μοίρα των Εβραίων υπήρξαν από διάφορους φορείς. Ο Ορθόδοξος κλήρος όλων των βαθμίδων διαμαρτυρήθηκε στις Αρχές Κατοχής. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, έδωσε προφορικές οδηγίες στους ιερείς της πόλης να συμβουλέψουν το ποίμνιό τους να μην προβούν σε καμμία πράξη περιφρόνησης ή διάκρισης ενάντια σε Εβραίους, όταν αυτοί υποχρεώθηκαν να φορούν το Κίτρινο Άστρο. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να κάνει σχετικό διάβημα στο Μαξ Μέρτεν, ζητώντας του να πάψει τους εκτοπισμούς των Εβραίων της πόλης. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Δαμασκηνός απέστειλε μνημόνια διαμαρτυρίας προς τον κατοχικό πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο στο οποίο ζητούσε να μεσολαβήσει, ώστε να σταματήσουν οι διώξεις των Ελλήνων Εβραίων αλλά και απευθείας στον Πληρεξούσιο του Γ΄ Ράιχ για την Ελλάδα, Γκύντερ Άλτενμπουργκ λέγοντας πως θεωρούσε τους Εβραίους της Ελλάδας ποίμνιό του.
           Μετά την καταστροφή στην Θεσσαλονίκη που αποκάλυψε τα γερμανικά σχέδια, εμφανίστηκαν πιο ενεργητικοί τρόποι για τη σωτηρία των κυνηγημένων. Πολλά αστυνομικά τμήματα της Αθήνας, με προτροπή του αρχιεπισκόπου και εντολή του Αρχηγού της Αστυνομίας, Άγγελου Έβερτ, φρόνισαν να εκδόσουν πολλές ψεύτικες ταυτότητες (με χριστιανικά ονόματα), ώστε να βοηθήσουν τους Εβραίους της πρωτεύουσας να αποφύγουν τη σύλληψη. «Ανεπίσημη» αλλά και πολύ αποτελεσματική ήταν η συνδρομή των αντιστασιακών οργανώσεων, πρωτίστως του ΕΑΜ –που έθεσε ρητά ζήτημα προστασίας των Εβραίων– δευτερευόντως του ΕΔΕΣ. Όσο εντεινόταν η Αντίσταση, οι δυνατότητες διαφυγής πολλαπλασιάζονταν. Έως τον Σεπτέμβριο του 1943, η κεντρική και νότια Ελλάδα και τα περισσότερα νησιά –το 70% της επικράτειας– βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή. Οι κοινότητες, κυρίως Ρωμανιώτες, έμειναν απείραχτες καθώς οι Ιταλοί δεν εφάρμοσαν κανένα αντισημιτικό μέτρο. Όταν μετά την ιταλική συνθηκολόγηση (8 Σεπτεμβρίου 1943), οι Γερμανοί ανέλαβαν τον πλήρη έλεγχο της χώρας, δε μπόρεσαν να επαναλάβουν την «επιτυχία» της Θεσσαλονίκης, αφού μετά το διωγμό στη βόρεια Ελλάδα που είχε αποκαλύψει τις γερμανικές προθέσεις, αρκετά μέλη των ρωμανιώτικων κοινοτήτων της Νότιας Ελλάδας άρχισαν να καταφεύγουν στα βουνά υπό την προστασία των ανταρτών (που είχαν εν τω μεταξύ ισχυροποιηθεί αρκετά) με αποτέλεσμα οι κοινότητες της Αθήνας, της Χαλκίδας, της Λάρισας, του Βόλου, των Τρικάλων να έχουν συγκριτικά μικρές απώλειες. Ο Μητροπολίτης Βόλου Ιωακείμ, προέτρεψε τον Εβραϊκό πληθυσμό να φύγει από την πόλη και διέσωσε πολύτιμα αντικείμενα που του παρέδωσαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στο νησί της Ζακύνθου, ο Μητροπολίτης του νησιού, Χρυσόστομος Δημητρίου και ο Δήμαρχος Ζακύνθου, Λουκάς Καρρέρ, πέτυχαν το πρωτοφανές: να προστατέψουν ολόκληρο τον εβραϊκό πληθυσμό της Ζακύνθου από την τύχη των ομοθρήσκων τους σε άλλες περιοχές. Βάζοντας τους εαυτούς τους μπροστά στο Γερμανό διοικητή, Μπέρενς αρνήθηκαν να παραδώσουν ονομαστικούς καταλόγους και η διαταγή ανακλήθηκε. Οι 275 Εβραίοι της Ζακύνθου επέζησαν, χωρίς ούτε μια απώλεια, μοναδική ίσως περίπτωση στο σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών.  
Ένα βήμα παραπάνω, ήταν η διαφυγή από τη χώρα. Πάλι με τη βοήθεια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τις προσπάθειες των αντιπροσώπων του Γραφείου Μετανάστευσης του Εβραϊκού Πρακτορείου  στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και με τη συνεργασία της Μοσάντ και του Εργατικού Συνδικάτου «Χισταρντούτ», πολλοί Έλληνες Εβραίοι κατόρθωσαν να διαφύγουν στην ουδέτερη Τουρκία, είτε από τη βόρεια Ελλάδα, διασχίζοντας τον ποταμό Έβρο είτε δια θαλάσσης, με καΐκι από την ανατολική ακτή της Εύβοιας. Ο δεύτερος τρόπος ήταν δυσκολότερος και απαιτούσε τη συνεργασία των ανταρτών της Εύβοιας. Αφού έφταναν στην Τουρκία, προχωρούσαν ως τα νότια σύνορα της χώρας κι από εκεί στην Παλαιστίνη.
  Πολλοί άλλοι, που δε μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, κρύφτηκαν σε Χριστιανικές οικογένειες. Οι περισσότεροι από τους κρυμμένους Εβραίους ήταν παιδιά, των οποίων οι γονείς είχαν ήδη σταλεί στα στρατόπεδα. Τα πιο πολλά από αυτά επέζησαν και μετά τον πόλεμο μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη. Μεμονωμένα άτομα, αλλά και οικογένειες ολόκληρες, βρήκαν καταφύγιο σε σπίτια Χριστιανών συμπολιτών τους. Εκείνοι που τους έκρυβαν, ήταν άνθρωποι απλοί. Τις περισσότερες φορές με δική τους πρωτοβουλία και πριν προλάβει να τους ζητηθεί, προσφέρθηκαν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους, με τους οποίους άλλωστε είχαν ειρηνικά συνυπάρξει για χρόνια, χωρίς καν να αισθάνονται πως επιτελούσαν κάποιο αντιστασιακό επίτευγμα.


Ιωάννινα, 25 Μαρτίου 1944

Η παρουσία των Εβραίων στα Ιωάννινα συμπίπτει χρονολογικά με τη δημιουργία της πόλης. Εγκατάσταση εβραϊκών πληθυσμών τοποθετείται στον 8ο -9ο αιώνα μ.Χ, η πρώτη γραπτή πηγή που μνημονεύει «ισραηλίτες» στα Ιωάννινα είναι επί Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου (1314). Η κοινότητα άκμασε ιδιαίτερα την εοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Διάφορα προνόμια επέτρεψαν στους Εβραίους να αναμιχθούν ενεργά στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή των αστικών κέντρων. Από το 1611 τους δόθηκε η δυνατότητα να κατοικούν και μέσα στο Κάστρο των Ιωαννίνων, ενώ η εξουσία του Αλή Πασά έφερε την κοινότητα των περίπου 4.000 Εβραίων στο απόγειο της ακμής της. Ασκώντας αστικά επαγγέλματα –έμποροι, χρυσοχόοι, ράφτες, αργυραμοιβοί– οι Εβραίοι των Ιωαννίνων  διακρίθηκαν στο εμπόριο και έγιναν αναπόσπαστο στοιχείο στη ζωή της πόλης. Τα ήθη και τα έθιμά τους, οι ενδυμασίες, τα δημοτικά τραγούδια, το γιαννιώτικο τραγουδάκι "Ήρταμαν" που τραγουδιόταν λίγες μέρες πριν το Πουρίμ, οι καταλήξεις -όπουλος και -ίδης σε αρκετά ανδρικά επίθετα και φυσικά η χρήση της ρωμαιο-ιουδαϊκής γλώσσας στο τυπικό προδίδουν εντυπωσιακό βαθμό ώσμωσης με τον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό. Όταν η πόλη ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος το 1913, η κοινότητα έχασε σταδιακά πολλή από την παλιά της αίγλη, ωστόσο έζησε αρμονικά με τους Χριστιανούς και τα κρούσματα αντισημιτισμού ήταν συγκυριακά ή αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό οικονομικούς ανταγωνισμούς. Τις παραμονές του Πολέμου η κοινότητα αριθμούσε 1.900-2.000 ψυχές και ζούσε σε έναν ειρηνικό μικρόκοσμο, ανίκανο να αντιληφθεί την επερχόμενη καταστροφή.






Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943, οι Γιαννιώτες Εβραίοι ζούσαν υπό ιταλική κατοχή και δεν υπέστησαν καμία δίωξη. Ωστόσο, τα Ιωάννινα βρέθηκαν κάτω από τη γερμανική μπότα νωρίτερα από τις άλλες περιοχές της  ιταλικής ζωνης κατοχής. Τον Απρίλιο του 1943 εγκαταστάθηκε στην πόλη η 1η Ορεινή Μεραρχία «Έντελβάις» της Βέρμαχτ με σκοπό να εκκαθαρίσει τα ορεινά της Ηπείρου από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Αυτή η μονάδα, ειδική στον ανταρτοπόλεμο, έδωσε σύντομα αποτρόπαια δείγματα γραφής στην εφαρμογή σκληρών αντιποίνων δολοφονώντας με κτηνώδη τρόπο αμάχους και γυναικόπαιδα στη Μουσιωτίτσα (24 Ιουλίου 1943), το Κομμένο Άρτας (16 Αυγούστου 1943) και τους Λιγκιάδες Ιωαννίνων (3 Οκτωβρίου 1943). Τα Ιωάννινα βυθίστηκαν σε ένα κλίμα άγριας τρομοκρατίας, στο οποίο εγκλωβίστηκε αβοήθητη και η εβραϊκή κοινότητα. Ελάχιστοι, κυρίως νεαροί, επιχείρησαν να διαφύγουν στο βουνό, αλλά η αυστηρή αδράνεια που κήρυττε η κοινότητα –και κυρίως ο Σαμπεθάι Καμπιλής– λειτουργούσε αποτρεπτικά και απαγόρευε κάθε διαφυγή από την πόλη, απόφαση που και σήμερα βασανίζει τους ελάχιστους επιζώντες. Στα μέσα Μαρτίου οι Γερμανοί πέτυχαν να εντοπίσουν και να καταγράψουν όλους τους Εβραίους της πόλης και τα σπίτια τους, μετά από έναν απλό έλεγχο ταυτοτήτων. Το σκηνικό της καταστροφής είχε στηθεί. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, οι Γιαννιώτες θα βάδιζαν σχεδόν εν σώματι προς τον θάνατο.




Τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου 1944, ημέρα Σάββατο, οι έξι εβραϊκές συνοικίες –Κάστρου, Λειβαδιώτη, Τζουκαλά, Σαράβα, Μικρή και Μεγάλη Ρούγα– ξύπνησαν από δυνατά χτυπήματα στις πόρτες των σπιτιών. Ήταν Γερμανοί στρατιώτες της Μεραρχίας Εντελβάις, της 621 Ομάδας της Μυστικής Στρατονομίας (GFP) της Στρατοχωροφυλακής (Feldgendarmerie), μαζί με διερμηνείς και Έλληνες Χωροφύλακες που ζητούσαν από όλους τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, με δικαίωμα να μεταφέρουν ατομικά είδη μέχρι 50 οκάδες. Σύμφωνα με τη γερμανική αναφορά της 27ης Μαρτίου, η εκκένωση των συνοικιών είχε ολοκληρωθεί έως τις 7.45. Οι Εβραίοι που ζούσαν έξω από τα τείχη συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Μαβίλη, στο «Μώλο», αυτοί που είχαν σπίτι στο Κάστρο μεταφέρθηκαν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Λίγη ώρα αργότερα, μέσα σε κλίμα φόβου και κλάματα και κάτω από τα βλέμματα των κατοίκων των Ιωαννίνων, 1.725 άνδρες, γυναίκες και παιδιά (κατά τη γερμανική εκτίμηση) επιβιβάστηκαν σε περίπου 80 φορτηγά που πήραν το δρόμο για τα Τρίκαλα διαμέσου του περάσματος της Κατάρας. Ο Λόχος Προπαγάνδας της 621 Ομάδας Στρατονομίας απαθανάτισε την συγκέντρωση και την επιβίβαση στα φορτηγά σε μια σειρά φωτογραφιών που φυλάσσονται σήμερα στα γερμανικά αρχεία και έχουν δημοσιευτεί επανειλημμένα ως μοναδικά ντοκουμέντα του Ολοκαυτώματος.














Το λιγόλογο γερμανικό έγγραφο είναι γεμάτο από κυνικό ρεαλισμό: «Η επιχείρηση πρέπει να χαρακτηριστεί ως πλήρως επιτυχημένη, διότι το 95% των καταγεγραμμένων Εβραίων μπόρεσαν να μεταφερθούν. Η συνεργασία των μετασχουσών υπηρεσιών και της Ελληνικής Χωροφυλακής ήταν υποδειγματική. Η απέλαση των Εβραίων, σύμφωνα με διάφορες εισερχόμενες αναφορές, προκάλεσε μεγάλη ικανοποίηση ανάμεσα στον πληθυσμό. Η συμπάθεια για τους Γερμανούς, αυξήθηκε μ’ αυτή την επιχείρηση». Παρά την διαστρέβλωση και τις υπερβολές της γερμανικής προπαγάνδας, πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως η απέλαση των Εβραίων στα Ιωάννινα (απέναντι στην οποία κανείς δεν αντέδρασε) έδωσε ώθηση στα λανθάνοντα ή φανερά αισθήματα αντισημιτισμού των Χριστιανών. Λίγες μέρες μετά την αποφράδα 25η Μαρτίου, δύο νεαροί απαγχονίστηκαν από τις αρχές στο Μώλο επειδή είχαν προσπαθήσει να λεηλατήσουν ένα εγκαταλειμμένο εβραϊκό κατάστημα. Έμποροι των Ιωαννίνων και συνεργάτες επωφελήθηκαν από τις περιουσίες, η περιουσία της κοινότητας –την οποία ο μεταπολεμικός πρόεδρος της αποδεκατισμένης κοινότητας, Ιωσήφ Μάτσας υπολόγισε σε 2.000.000 χρυσές λίρες– εξανεμίστηκε. "Ένας θρήνος απλώνεται πάνω από τα οβρέικα" (Δημήτρης Χατζής). 




         Οι περίπου 2.000 Γιαννιώτες μεταφέρθηκαν σε παραπήγματα στη Λάρισα, όπου παρέμειναν για μια περίπου εβδομάδα. Αναγκάστηκαν να αφήσουν όλα τα τιμαλφή και τα χρυσαφικά που μετέφεραν στους Γερμανούς φρουρούς, προτού επιβιβαστούν στο τρένο του θανάτου που ερχόταν από το σιδηροδρομικό σταθμό του Ρουφ, από την Αθήνα. Η αμαξοστοιχία πέρασε την πύλη του Μπίρκεναου στις 11 Απριλίου 1944 μεταφέροντας 2.500 Ρωμανιώτες Εβραίους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά από τα Ιωάννινα, την Αθήνα, τον Βόλο, την Λάρισα και την Χαλκίδα. Στη ράμπα διαλογής του στρατοπέδου, το ανθρώπινο φορτίο βρέθηκε σε μια κατάσταση σύγχυσης, με κραυγές, ουρλιαχτά και γαβγίσματα σκύλων μεγαλύτερων κι από ανθρώπους (Νίνα Αλβέρτου Νεγρίν). Η νεαρή τότε Στέλλα Αβραάμ κατέγραψε στη μνήμη της την αγωνιώδη κραυγή μερικών Θεσσαλονικιών εκτοπισμένων από ήδη ένα χρόνο, που φώναζαν με αγωνία στους νεοαφιχθέντες συμπατριώτες τους «Μην παίρνετε μαζί τα παιδιά σας! Αφήστε τους γέρους!». Σύντομα θα αντιλαμβάνονταν όλοι το νόημα αυτών των λέξεων...Ήταν η πρώτη γεύση της κόλασης. Μετά από ένα χρόνο, τον Μάιο του 1945, μόλις 116 Γιαννιώτες βρίσκονταν ακόμα στη ζωή. 1.850 είχαν εξοντωθεί στους θαλάμους αερίων ή είχαν πεθάνει από την εξάντληση.




Απελευθέρωση και επιστροφή. Οι επιζήσαντες τότε και τώρα

            Η Ελλάδα εκκενώθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1944. Οι σκλάβοι των στρατοπέδων θα έπρεπε να περιμένουν επτά μήνες ακόμα, μέχρι οι συμμαχικές δυνάμεις που προέλαυναν να απελευθερώσουν τα στρατόπεδα σε Γερμανία και Αυστρία (Μαουτχάουζεν, Μπέργκεν-Μπέλσεν, Έμπενσεε κ.ά.) στα οποία είχαν συγκεντρωθεί οι επιζήσαντες κρατούμενοι, μεταξύ των οποίων και 10.000 Εβραίοι από την Ελλάδα.
        Η επιστροφή των Εβραίων πέρασε απαρατήρητη σε μια Ελλάδα που σπαρασσόταν από τον Εμφύλιο πόλεμο. Με το ζήτημα των επιζώντων ασχολήθηκαν κυρίως ιδιώτες και εβραϊκές οργανώσεις. Το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο στην Ελλάδα (από το 1945) και η Joint Distribution Committee (ως το 1950) συντόνιζαν τα προγράμματα αποκατάστασης των Ελλήνων Εβραίων. Ιδρύθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν κοινοτικά ιδρύματα, όπως το Ορφανοτροφείο «Εσθήρ» στην Κηφισιά, η «Στέγη Απροστάτευτων Κορασίδων» για την επαγγελματική και μη εκπαίδευση των κοριτσιών, το «Αναρρωτήριο Κηφισιάς» και το «Πολυϊατρείο Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών». Οργανώθηκε οικονομική υποστήριξη για τους επιζώντες. Το «Ίδρυμα Εβραϊκής Επαγγελματικής Αποκατάστασης» χορηγούσε δάνεια με ευνοϊκούς όρους σε εμπόρους και επαγγελματίες, ενώ οι δραστηριότητες των σχολών του O.R.T. (Organisation for Rehabilitation and Training)  έπαιξαν επίσης ένα σημαντικό ρόλο.
            Τον Ιούλιο του 1945, στα Ιωάννινα είχαν επιστρέψει 164 από τους εκτοπισμένους. Η κοινότητα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, τα περισσότερα σπίτια είχαν επιταχθεί, οι περιουσίες είχαν λεηλατηθεί. Από τις συναγωγές, το «νέο συναγώι» (Καχάλ Καντός Χαντάς) είχε γίνει στάβλος για άλογα, το «παλιό συναγώι» μέσα στο Κάστρο (Καχάλ Καντός Γιασσάν) είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές. Ο Ιωσήφ Μάτσας, πρώτος πρόεδρος της κοινότητας, που είχε σωθεί πολεμώντας ως αντάρτης στα βουνά της Μακεδονίας με τον ΕΛΑΣ, τηλεγραφούσε με αγωνία στην Joint πως μόνο 30 επιζήσαντες είχαν αποκατασταθεί στα σπίτια τους, πως υπήρχε άμεση ανάγκη στέγασης και καταλυμάτων για 25 κορίτσια που είχαν χάσει όλα τα μέλη της οικογένειάς τους και δεν είχαν πού να μείνουν. Η πρωτοβουλία του δημάρχου Βλαχλείδη και του μητροπολίτη Σπυρίδωνα να διαφυλάξουν τα ιερά συναγωγικά σκεύη και να τα επιστρέψουν στους επιζήσαντες, ήταν η πρώτη αχτίδα φωτός για την έναρξη μιας νέας ζωής. 





Μια εντοιχισμένη πλάκα στην εβραϊκή γλώσσα, στο «παλιό συναγώγι» που επισκευάστηκε και λειτουργεί ως σήμερα, μνημονεύει αυτή την πράξη αλληλεγγύης. Όπως και πολλοί επιζώντες του Ολοκαυτώματος, κάποιοι Γιαννιώτες αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στις Η.Π.Α. και την Παλαιστίνη, για ψυχολογικούς και οικονομικούς κυρίως λόγους. Κοινοτικές οργανώσεις, όπως η «Εταιρεία Βοήθειας Μεταναστών» και το «Τμήμα Μετανάστευσης» της Joint διευκόλυναν τις διαδικασίες και την επανεγκατάσταση σε μια νέα χώρα, ενώ βοηθούσαν για την αντιμετώπιση των πρώτων πιεστικών αναγκών. Το μεταναστευτικό κύμα παρουσίασε αύξηση μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948. Οι Έλληνες Εβραίοι συνήθως επέλεγαν να εγκατασταθούν κοντά σε συμπατριώτες τους, δημιουργώντας αμιγείς γειτονιές, όπως π.χ. οι Ρωμανιώτες της Χάιφα. Σήμερα οι ελάχιστοι επιζώντες, φέροντας ακόμα το ανεξίτηλο αριθμό με τατουάζ στο μπράτσο τους, καταθέτουν στους νεώτερους τα βιώματά τους σε μια προσπάθεια να ξορκίσουν το δαίμονα που λέει πως «στο στρατόπεδο  μπαίνεις αλλά δε βγαίνεις ποτέ…».



Αθήνα, Οκτώβριος 1944


Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου ο βασανισμένος λαός της Αθήνας δονούνταν από την κραυγή «φεύγουν». Η Κατοχή έδινε τη σκυτάλη σε μια νέα εποχή ανελέητων συγκρούσεων. Τα δύο μεγάλα συλλαλλητήρια του ΚΚΕ στις 13 Οκτωβρίου και των αστικών οργανώσεων στις 15 Οκτωβρίου 1944 φωτογράφιζαν ένα απόλυτο ταξικό χάσμα. Πρώτο κατέβηκε το ΚΚΕ. Την επόμενη της εορταστικής μέρας, ένα τεράστιο «λαϊκό κύμα» με την καθοδήγηση όλων των Αχτίδων της ΚΟΑ, ξεχύθηκε από τους προσφυγικούς συνοικισμούς στη λεωφόρο Πανεπιστημίου με ζητωκραυγές υπέρ του ΕΑΜ και του Κόμματος και ζητώντας την παραδειγματική τιμωρία των προδοτών –το πιο «καυτό» αίτημα των ημερών. Στο πλήθος ξεχώριζαν παπάδες (μερικοί με κόκκινες σημαίες), γριές γυναίκες και μικροί μαθητές. O συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς, από τους πιο διεισδυτικούς παρατηρητές της τότε αθηναϊκής καθημερινότητας, δήλωνε στο ημερολόγιό του πως αυτά τα πρωτόγνωρα κοινωνικά φαινόμενα, όπως και τα χιλιάδες σφυροδρέπανα που είχαν πλημμυρίσει τους τοίχους «ξεσκέπαζαν, σε μια απότομη στροφή της ιστορίας, μια πρωτεύουσα κόκκινη», ενώ παραλλήλισε αυτή την έκρηξη ελευθερίας και την κοινωνική πολυχρωμία των ενθουσιασμένων Εαμιτών με την Κομμούνα των Παρισίων. Πέρα από οποιαδήποτε ανάλυση, αυτή η τολμηρή σύγκριση τεκμηριώνει πως ο ριζοσπαστισμός που διαπερνούσε όλα τα στρώματα του πληθυσμού στο τέλος της Κατοχής, όσο κι αν έμοιαζε ιδεολογικά ανώριμος, ήταν απόλυτα γνήσιος. Οι συνθήκες της φασιστικής κατοχής και οι αγώνες κατά των κατακτητών και των συνεργατών τους, είχαν αναδείξει σε μάρτυρες και ήρωες τα λαϊκά στρώματα που δικαιωματικά αξίωναν πλέον την άνευ όρων ανακατονομή της πολιτικής τράπουλας.
Τρεις μέρες αργότερα θα ριχνόταν στη «μάχη των εντυπώσεων» και ο αστικός κόσμος. Στο εξίσου ογκώδες συλλαλλητήριο, το παρόν έδινε η ευπαρουσίαστη αστική τάξη της Αθήνας: ώριμοι άντρες, οικογενειάρχες, φοιτητές και καλοντυμένες κοπέλες, μια ετερόκλητη συμμαχία με πολιτικές τοποθετήσεις που ποίκιλαν από την φιλελεύθερη δημοκρατία έως τον «μοναρχοφασισμό». Η έντονη αντιεαμική συνείδηση των μεσοαστικών και μεγαλοαστικών στρωμάτων θα τροφοδοτούσε ένα «μαύρο μέτωπο» το οποίο στις μάχες του Δεκέμβρη θα συναποτελούσαν ο αναβαπτισμένος ελληνικός στρατός της Μέσης Ανατολής (Ιερός Λόχος, ΙΙΙ Ορεινή Ταξιαρχία Ρίμινι), τα Σώματα Ασφαλείας (Αστυνομία Πόλεων, Χωροφυλακή, Ασφάλεια) και –φυσικά– οι άνδρες και αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας που περίμεναν υπομονετικά στους στρατώνες του Γουδή, την εξιλέωση στο πρόσωπο της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και των Βρετανών. Αυτές οι «χρυσές εφεδρείες», που θα αποδεικνύονταν σωτήριες την ώρα της σύγκρουσης, δρούσαν ήδη σαν εμπροσθοφυλακή της βρετανικής επέμβασης σκοτώνοντας ύπουλα και μαζικά, χωρίς προσχήματα. Την προηγούμενη μάλιστα μέρα του συλλαλλητηρίου των «αστών», ένοπλα παραστρατιωτικά σώματα κάθε προέλευσης (ΕΔΕΣ Αθήνας, Χίτες και άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας) που είχαν οχυρωθεί στα ξενοδοχεία της Ομόνοιας αιματοκύλησαν από τα παράθυρα με πολεμικά όπλα και χειροβομβίδες μια αντιδιαδήλωση του ΕΑΜ που κατέβηκε στα Χαυτεία, περιστατικό αδιαμφισβήτητο που ωστόσο σπάνια αναφέρεται στις πηγές. Ο «εθνικόφρων» φοιτητής Πολυτεχνείου Μ.Β., πρώην μέλος της Χ, που βρέθηκε τυχαία στο δρόμο, περιέγραψε πρόσφατα στον γράφοντα μερικές εικόνες χαρακτηριστικές: «Έρχεται από την Καισαριανή μια τεράστια διαδήλωση που κρατούσε ένα πλακάτ, μια γυναίκα δεμένη με αλυσίδες. Ξαφνικά βλέπω να κυνηγάνε έναν ο οποίος έτρεξε στην είσοδο του ξενοδοχείου που μέναν οι Εδεσίτες, απέναντι απ’ το ΡΕΞ και οι σύντροφοί του Εδεσίτες πυροβόλησαν. Όταν λέμε σκοτωμός, δε μπορείτε να φανταστείτε πόσοι πυροβολισμοί και πόσες χειροβομβίδες πέσανε. Μακελείο, ουρλιαχτά...Όπως έπεσα κάτω –στεκόμουνα στο περίπτερο ανάμεσα στο Τιτάνια και το ΡΕΞ– χώθηκα σε ένα ρολογάδικο. Μια κοπέλα θυμάμαι, τα γυαλιά της ήταν γεμάτα αίματα. Μες στο ρολογάδικο είχαν καταφύγει τραυματίες. Ενός το πόδι ήταν κομμένο από χειροβομβίδα, κι ήταν κι ένας παπάς που είχε φάει σφαίρα στο στήθος...».
Στην Αθήνα της Απελευθέρωσης συναντάμε όλα τα ορόσημα που συνθέτουν την ιστορία της κατοχικής Ελλάδας. Έχοντας βιώσει την απόλυτη φρίκη ενός λιμού, τον παλλαϊκό ενθουσιασμό των διαδηλώσεων, την τρομοκρατία των εκτελέσεων και των μπλόκων και τους νέους πολιτικούς διαχωρισμούς σε όλη τους την ένταση, η πόλη ήταν κυριολεκτικά σκισμένη στα δυο. Στις 14 Οκτωβρίου οι πρώτοι Βρετανοί στρατιώτες που αποβιβάζονταν στον Πειραιά, διάβαζαν στην Επιχειρησιακή Διαταγή του ταξιάρχου Ronald Scobie, πως, εκτός από το αρχιτεκτονικό θαύμα του Παρθενώνα, θα έβλεπαν και «μάχες ανάμεσα σε αντίπαλες φατρίες». Ήταν μια εύστοχη παρατήρηση για μια πόλη που έβραζε από το ταξικό μίσος.