Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Η Τάξη 1940 της Σχολής Ευελπίδων. Πεπρωμένα Ελλήνων αξιωματικών 1940-1974

Αν εξαιρέσουμε βιογραφίες ή απομνημονεύματα στρατιωτικών, η στρατιωτική ιστορία στην Ελλάδα δεν συνηθίζει να συνδέει τη δράση των Ελλήνων αξιωματικών με τις συνθήκες της εποχής που έδρασαν. Η Τάξη 1940 της Σχολής Ευελπίδων συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση σύνδεσης του στρατού με την κοινωνία. Οι 289 αποφοιτήσαντες ανθυπολοχαγοί του 1940 είχαν το ιστορικό προνόμιο να πέσουν αμέσως στην φωτιά του Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου και να ακολουθήσουν παράλληλους ή αντίθετους δρόμους καθήκοντος, μένοντας ωστόσο πιστοί στον όρκο και τα ιδεώδη του ευέλπιδος. 
Στις 16 Οκτωβρίου 1937 δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες ο πίνακας των επιτυχόντων στις εισαγωγικές εξετάσεις της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ο κατάλογος των επιτυχόντων περιλάμβανε 316 ονόματα, από τους οποίους οι 210 ήταν ιδιώτες, οι 79 γιοι και αδελφοί αξιωματικών και θυμάτων πολέμου και οι 36 εθελοντές υπαξιωματικοί. Από τους 316 κληθέντες που κλήθηκαν να παρουσιαστούν, οι 14 δεν παρουσιάστηκαν καθόλου ή εγκατέλειψαν τη Σχολή ήδη από τις πρώτες ημέρες της φοίτησης. Μετά τη συμπλήρωση του κενού από 6 επιλαχόντες και 3 διετείς της προηγούμενης τάξεις, η Ι Τάξη ξεκίνησε τα μαθήματα στις 23 Οκτωβρίου 1937 με 311 ευέλπιδες που κατανεμήθηκαν σε 6 Εκπαιδευτικά Τμήματα, 3 Οργανικούς Λόχους και 3 Λόχους Ασκήσεων. Εξαιτίας των απαιτήσεων της στρατιωτικής εκπαίδευσης εκείνης της εποχής, καταγράφηκαν και κάποιες απώλειες: «Άλλος πέθανε, άλλος πήδηξε τις μάντρες, άλλος αυτοκτόνησε από τη «νίλα», άλλος έμεινε στην ίδια τάξη…» (Μαρτυρία Σταύρου Παππά).
Τον Αύγουστο του 1940, οι 289 Ευέλπιδες που είχαν καταφέρει να προβιβαστούν στην ΙΙΙ Τάξη της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, ονομάστηκαν ανθυπολοχαγοί και ακολούθως κατανεμήθηκαν στα Όπλα, ανάλογα με το βαθμό επιτυχίας του καθενός. Σύμφωνα με το σχετικό νομοθετικό διάταγμα (ΦΕΚ Γ’ 154/9.8.1940) η κατανομή στα Οπλα έγινε ως εξής: 170 στο Πεζικό, 76 στο Πυροβολικό, 20 στο Ιππικό και 23 στο Μηχανικό. Οι τέσσερις αριστεύσαντες της Τάξης, που τοποθετήθηκαν πρώτοι στα Όπλα που επέλεξαν ήταν οι Δημήτριος Οπρόπουλος από τα Γιαννιτσά Πέλλας (Πεζικό), Κωνσταντίνος Διαμαντής από την Θεσσαλονίκη (Μηχανικό), Νικόλαος Μακαρέζος από τη Γραβιά Φθιώτιδας (Πυροβολικό) και Ευαγόρας Παπαθεοδώρου από την Κάτω Κλειτορία Αχαΐας (Ιππικό και αργότερα Τεθωρακισμένα).
Μετά την ορκωμοσία τους, οι ενθουσιώδεις απόφοιτοι δεν εγκατέλειψαν τα έδρανα της Σχολής επειδή αναγκάστηκαν να παρακολουθήσουν δύο ακόμα υποχρεωτικά μαθήματα ως ανώτερη εκπαίδευση: Χημικό Πόλεμο και Μετεωρολογία. «Το προηγούμενο βράδυ παίζαμε μαξιλαροπόλεμο. Είχαμε μεγάλο σύνδεσμο μεταξύ μας…Και όταν φτάσαμε στις 24 Σεπτεμβρίου, δίναμε εξετάσεις, πήραμε τα χαρτιά και γράφαμε εξετάσεις Μετεωρολογίας, μπαίνει ο Πετζόπουλος στην Αίθουσα Διασκεδάσεων που ήταν τεράστια και λέει: «Αφήστε τα γραπτά, δεν θέλουμε αποτελέσματα. Φεύγετε σε μισή ώρα. Η πατρίς εν κινδύνω!». Το τι έγινε εκεί μέσα στη Λέσχη, δεν περιγράφεται. Αρχίσαμε όλοι και φωνάζαμε «Πεζικό, πεζικό…». Αυτό δεν είχε ξαναγίνει. Και λέει ο Πετζόπουλος: «Αυτό δε γίνεται γιατί έχετε μπει στα όπλα και σας περιμένουν. Όπως είναι το πεζικό, είναι και τα άλλα όπλα. Και θα πάτε εκεί που σας έταξε η τύχη σας» (Μαρτυρία Σταύρου Παππά). Αυτή η έμμεση ψυχολογική προετοιμασία δεν οφειλόταν παρά στο γεγονός πως η εξωτερική κατάσταση δεν ήταν ευοίωνη και πως η αναμέτρηση με τον Άξονα έμοιαζε αναπόφευκτη. Οι νεαροί ανθυπολοχαγοί δεν αγνοούσαν πως η εποχή τους, τους προετοίμαζε για πολεμικά πεπρωμένα: «Το 1937 δώσαμε εξετάσεις 3.000 άτομα γιατί η κυβέρνηση, από εκείνο το έτος είχε προβλέψει ότι θα γίνει ο πόλεμος και ειδικώς για την τάξη του ’40 είχε κανονίσει να βγουν 300 αξιωματικοί κι όχι 98 έως 105 που ήταν τα προηγούμενα χρόνια». Το βάρος της ιστορικής ευθύνης έγινε ακόμα πιο έντονο το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 1940, όταν οι απόφοιτοι κατανεμήθηκαν ομοιόμορφα (ανά 50-60) στα πέντε σώματα του Ελληνικού Στρατού.
Μετά από ένα μήνα, ξεκίνησε και για την Ελλάδα η μεγάλη περιπέτεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που θα σκόρπιζε για πάντα τα αδέλφια-συμμαθητές. Εκείνο το παγωμένο ξημέρωμα, όταν τα ημερολόγια έδειχναν Δευτέρα 28 Οκτωβρίου και πριν ακόμα οι «φρέσκιοι» αξιωματικοί συνηθίσουν τις καινούριες τους στολές, ξεκινούσε μια σκοτεινή δοκιμασία που θα άλλαζε για πάντα τις ζωές τους και από την οποία πολλοί δεν θα επέστρεφαν ποτέ. Ήταν λίγο μετά τις 08.00 εκείνο το πρωί, όταν ο Σταύρος Παππάς, αγουροξυπνημένος από το συναγερμό, διέσχισε τροχάδην τη διαδρομή από το σπίτι του στην οδό Αιόλου μέχρι τους στρατώνες του Βασιλικού Κήπου όπου έδρευε η μονάδα του, το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων Φρουράς Αθηνών. Εκεί, ο διοικητής του Συντάγματος, συνταγματάρχης Ανδρεάδης τον ονόμασε υπεύθυνο αξιωματικό επιστράτευσης και του ανέθεσε να οδηγήσει το 2ο Λόχο του 20ου –όπως θα ονομαζόταν εφεξής– Συντάγματος Πεζικού στο Αλβανικό Μέτωπο. Όπως και οι περισσότεροι συμμαθητές του, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Με την έναρξη του Πολέμου, ο Κωνσταντίνος Μπασακίδης (ΠΖ) από την Βρωμόβρυση Μεσσηνίας υπηρετούσε ήδη ως διμοιρίτης στον 1ο Λόχο Πολυβόλων του 15ου Συντάγματος και πολέμησε στην πρώτη γραμμή στο Καλπάκι και την Γκραμπάλα, προταθείς για τον Πολεμικό Σταυρό Γ’ Τάξεως.
Στη σφοδρή πολεμική αναμέτρηση του 1940-1941, η «πολεμική» τάξη του 1940 είχε το μεγαλύτερο μερίδιο σε ανδραγαθίες και νεκρούς από κάθε άλλη τάξη. Από τις 28 Οκτωβρίου έως τις 30 Απριλίου 1941, έπεσαν στη μάχη 30 ανθυπολοχαγοί, όλοι του πεζικού.
Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο έχασαν τη ζωή τους 26 συμμαθητές. Τον κατάλογο των θυμάτων άνοιξε πρώτος ο ανθυπολοχαγός Νικόλαος Χατζόπουλος που σκοτώθηκε στη Γκραμπάλα στις 7 Νοεμβρίου 1940 και ακολούθησαν οι Νικόλαος Ευθυμίου (5 ΣΠ, ύψωμα Λυκόμορο, 14 Νοεμβρίου 1940), Βενιζέλος Νίκας (Τσούφα Ράχη, 14 Νοεμβρίου 1940), Ηλίας Φοινινής (90 ΣΠ, ύψωμα Ιβάν, 15 Νοεμβρίου 1940), Εμμανουήλ Κουμπούλης (90 ΣΠ, Αλβανικό Μέτωπο, 17 Νοεμβρίου 1940), Ιωάννης Παπαγεώργης (Βήσσανη, 19 Νοεμβρίου 1940), Πέτρος Νάσης (36 ΣΠ, ύψωμα 669 Διάβαση Κακαβιάς, 2 Δεκεμβρίου 1940), Αντώνιος Νιώτης (29 ΣΠ, ύψωμα 1532 Πόγραδετς, 9 Δεκεμβρίου 1940), Δημήτριος Ραϊσης (34 ΣΠ, Πέστανη, 21 Δεκεμβρίου 1940) Γεώργιος Κοφινάς (34 ΣΠ, Πέστανη, 29 Δεκεμβρίου 1940), Ιωάννης Βαλάσης (28 ΣΠ, Μάλι-Τόπιανιτ, 7 Ιανουαρίου 1941), Νικόλαος Καρατζάς (3/40 Σ.Ε., Μάλι-Μάδι, 16 Ιανουαρίου 1941), Ιωάννης Αποστολόπουλος (52 ΣΠ, Τρεμπεσίνα, 21 Ιανουαρίου 1941), Πελοπίδας Ραφελέτος (3 ΣΠ, ύψωμα 1285 Κλεισούρας, 25 Ιανουαρίου 1941), Νικόλαος Αντωνάκος (36 ΣΠ, Τρεμπεσίνα, 26 Ιανουαρίου 1941), Παναγιώτης Μαλισσιόβας (3 ΣΠ, ύψωμα 1285 Κλεισούρας, 26 Ιανουαρίου 1941), Κωνσταντίνος Μπριλάκης (14 ΣΠ, ύψωμα Γκρόπα (1085) δυτικά Κλεισούρας, 29 Ιανουαρίου 1941), Αντώνιος Καραπατάκης (Αλβανικό Μέτωπο, Ιανουάριος 1941), Ευριπίδης Κονίδης και Ευστάθιος Σταυρίδης, αδελφικοί φίλοι και συμμαθητές που υπηρετούσαν στην ίδια μονάδα (5 ΣΠ) και σκοτώθηκαν και οι δύο στο ύψωμα 717 Μοναστέρο και μάλιστα την ίδια ημέρα (9 Φεβρουαρίου 1941), Αντώνιος Παρασκευάς (4Ιη Μονάδα, Μπουγάζ Σεφέρ Αγάιτ, Τεπελένι), 11 Φεβρουαρίου 1941), Θεόδωρος Ανεζίνης (43 ΣΠ, ύψωμα 1178, 13 Φεβρουαρίου 1941), Κωνσταντίνος Βλάχος (14 ΣΠ, αυχένας Μετζικόρανη, 18 Φεβρουαρίου 1941), Μενέλαος Σμυρνής (53 ΣΠ, ύψωμα Γκούρι Τοπίτ / 2148, 20 Φεβρουαρίου 1941), Θεόδωρος Κανδηλάπτης (28 ΣΠ, Αλβανικό Μέτωπο, 28 Φεβρουαρίου 1941), Κωνσταντίνος Βλαχιώτης (39 ΣΠ, Αλβανικό Μέτωπο, 12 Μαρτίου 1941).
Στους άτυχους συγκαταλέγονται οι Κωνσταντίνος Βούλης, Δημήτριος Κόκκας και Ευάγγελος Πρωτόπαππας που υπήρξαν θύματα  αεροπορικών βομβαρδισμών κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής. Οι δύο πρώτοι υπηρετούσαν στο 87ο ΣΠ και σκοτώθηκαν στην Οιχαλία Μεσσηνίας με διαφορά μίας ημέρας –26 και 27 Απριλίου 1941 αντίστοιχα– ενώ ο Πρωτόπαππας είχε σκοτωθεί στο βομβαρδισμό της Άρτας, μια βδομάδα νωρίτερα (19 Απριλίου). Ο μόνος της Τάξης που σκοτώθηκε πολεμώντας τους Γερμανούς ήταν ο Άγγελος Βενετσάνος. Υπηρετώντας στο 23 ΣΠ, έπεσε σε μάχη στις 15 Απριλίου κοντά στη λίμνη της Καστοριάς.

  
ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

            Η κατάρρευση του Μετώπου και η κατάληψη της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα ήταν η πρώτη πικρή γεύση μιας ήττας, που μετά το Επος της Αλβανίας δύσκολα μπορούσε να γίνει ανεκτή. Θέλοντας να αποκαταστήσει συμβολικά τους Έλληνες αξιωματικούς (αλλά και να εμποδίσει τη φυγή τους στη Μέση Ανατολή ή την προσχώρησή τους σε αντιστασιακές οργανώσεις), η πρώτη κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου έδωσε προτεραιότητα στην υλική και ηθική αναγνώριση των πολεμιστών του 1940-41. Αποτελώντας ουσιαστικά ένα «στρατιωτικό» κυβερνητικό σχήμα (έξι από τους εννέα υπουργούς ήταν ανώτεροι εν ενεργεία στρατιωτικοί), ο Τσολάκογλου  διατήρησε σε λειτουργία τις περισσότερες μη μάχιμες στρατιωτικές υπηρεσίες (Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Εφορία Υλικού Πολέμου, Φρουραρχεία, ΑΣΔΕΝ κ.ά.), μισθοδοτούσε κανονικά τους αξιωματικούς, τους οποίους τοποθέτησε μαζικά σε επιτροπές διανομής τροφίμων, υπουργεία, αγορανομικές υπηρεσίες και τους επέτρεψε να εισάγονται στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, χωρίς εξετάσεις.
Οι παροχές αυτές ήταν υπερβολικά ελκυστικές μέσα στον εφιάλτη της πείνας και της αβεβαιότητας που κυριαρχούσε στην κατεχόμενη Ελλάδα, ωστόσο πολύ μεγάλος αριθμός αξιωματικών δεν σκέφτονταν παρά να συνεχίσουν τον πόλεμο με κάθε δυνατό μέσο. Η διαφυγή από την κατεχόμενη χώρα και η άφιξη στην Αίγυπτο όπου είχε καταφύγει η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού, ήταν η πρώτη σκέψη της συντριπτικής πλειοψηφίας, ειδικά εκείνων που είχαν πρωταγωνιστήσει στις μάχες του μετώπου ως διμοιρίτες ή λοχαγοί, όπως η Τάξη του ’40. Από το 1942, όταν συστηματοποιήθηκαν τα δίκτυα διαφυγής, καΐκια ιδιωτών ή διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων και κατασκοπευτικών δικτύων παραλάμβαναν τους μυημένους από την παραλία του  Αγίου Ανδρέα στην ανατολική ακτή της Αττικής ή από τις νοτιανατολικές ακτές της Εύβοιας και τους διαπεραίωναν στον Τσεσμέ. Ο Σταύρος Βαρνάβας και ο Σπυρίδων Μπάνος ήταν από τους πλέον άτυχους της Τάξης, καθώς συνελήφθησαν από τους Ιταλούς ως ύποπτοι και μαζί με εκατοντάδες άλλους Έλληνες αξιωματικούς εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στο ιταλικό έδαφος. Τελικά, περισσότεροι από 100 κατόρθωσαν να φτάσουν στη Μέση Ανατολή και να ενταχθούν στον Βασιλικό Ελληνικό Στρατό Μέσης Ανατολής (ΒΕΣΜΑ), ανάμεσά τους οι Εμμανουήλ Μπρεδάκης, Γεώργιος Βαγενάς, Νικόλαος Μαργαρίτης, Κωνσταντίνος Θεολογίτης, Χρήστος Σουραβλάς, Κωνσταντίνος Τζανετής, Λέων Δόστης, Ιωάννης Λαδάς, Αντώνιος Δέδες, Κωνσταντίνος Κόντος, Ανδρέας Γιαννέτσος, Κωνσταντίνος Αρσένης, Ιωάννης Ράπτης, Κωνσταντίνος Βερμισσώ, Μενέλαος Πάνου και πολλοί ακόμα που  ακολούθησαν την νικηφόρα διαδρομή των ελληνικών όπλων από τα στρατόπεδα της Παλαιστίνης και το Ελ Αλαμέιν μέχρι το Ρίμινι και τον Ρουβίκωνα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έφεραν όλοι το βαθμό του υπολοχαγού, καθώς οι αναδρομικές προαγωγές είχαν κατοχυρωθεί με νομοθέτημα της εξόριστης κυβέρνησης.    
Τρεις δεν επέστρεψαν στην Ελλάδα. Πρώτος, ο ανθυπίλαρχος (ΙΠ) Νικόλαος Μαργαρίτης που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα κοντά στην Αλεξάνδρεια στις 4 Οκτωβρίου 1942, πριν το «μεγάλο ραντεβού» της Ι Ταξιαρχίας στο Ελ Αλαμέιν. Δεύτερος, ο Εμμανουήλ Μπρεδάκης (ΠΖ) ο οποίος έχασε τη ζωή του κάπου στο Αιγαίο τον Μάρτιο του 1943, όταν η βενζινάκατος στην οποία επέβαινε, προσέκρουσε σε νάρκη. Ήταν δραστήριο μέλος βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών και είχε ήδη στο ενεργητικό του αρκετές επιχειρήσεις δολιοφθοράς και δολοφονίες Γερμανών αξιωματικών. Τρίτος, ο Ιωάννης Ράπτης, που υπηρετούσε ως παρατηρητής στην Δ’ Πυροβολαρχία του 1ου Συντάγματος Πυροβολικού της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας με το βαθμό του υπολοχαγού (ΠΒ), σκοτώθηκε στη Μάχη του Ρίμινι, στις 20 Σεπτεμβρίου 1944. Για τον θάνατό του –και για τις μάχες στο Ρίμινι– o συμμαθητής του, Γεώργιος Βαγενάς, που επίσης υπηρετούσε στο Σύνταγμα Πυροβολικού της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας, αφηγήθηκε στον γράφοντα: «Οι παρατηρητές είχαν δύσκολη αποστολή, ήταν οι πιο εκτεθειμένοι. Και εμείς φωνάζαμε γιατί θέλαμε κι εμείς να πάμε μπροστά, στον κίνδυνο. Οπότε, η διοίκηση του Συντάγματος (Μανιδάκης και Κατσώτας) μας έστειλαν κι εμάς μπροστά, σαν παρατηρητές και έστειλαν τους διοικητές των πυροβολαρχιών πίσω, στα πυροβόλα. Εγώ είχα σκαρφαλώσει στο επάνω μέρος μιας φάρμας που ήταν το παρατηρητήριο, τελείως στην πρώτη γραμμή. Σήκωνα προς την πλευρά του εχθρού τη διόπτρα, χωρίς να αποκαλύπτομαι, και τους έβλεπα: έναν Γερμανό ανθυπασπιστή και τους στρατιώτες του σε ένα υψωματάκι. Και προσπαθούσα να τους πετύχω με τα κανόνια. Ο Γιάννης πήγε κι αυτός στο δικό του παρατηρητήριο, σε μια απόσταση 5-6 χιλιομέτρων από την πρώτη γραμμή. Εκεί που βάδιζε, ήταν ένα χωράφι γυμνό από δέντρα ή άλλη κάλυψη. Κι αντί να πάει λιγάκι καλυμμένος προς το παρατηρητήριο, δεν πρόσεξε και εκτέθηκε. Από απέναντι ένας πολυβολητής Γερμανός που τον είδε με τα κυάλια, τράβηξε μια ριπή και τον σκότωσε. Κι έμεινε εκεί, στη μέση του χωραφιού…». Ο τάφος του Ιωάννη Ράπτη βρίσκεται σήμερα στο Ρίμινι, δίπλα στους τάφους των υπόλοιπων 115 Ελλήνων συμπολεμιστών του. 

ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

            Πολλοί από τους αξιωματικούς οι οποίοι δεν θέλησαν ή δεν κατόρθωσαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή, πήραν την απόφαση να συνεχίσουν να μάχονται τον Άξονα μέσα στην κατεχόμενη Ελλάδα. Από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα 1941-1944 δεν θα μπορούσαν να απουσιάσουν οι νεαροί ανθυπολοχαγοί του 1940. Αν και δε μπορούμε να είμαστε ακριβείς, περίπου 70-80 προσέφεραν την τεχνογνωσία και τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες στην Αντίσταση, εντασσόμενοι σε διάφορα αντιστασιακά σχήματα, από τις βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών έως το αριστερό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Εκείνοι που πραγματικά είχαν ξεχωριστή δράση, ήταν όσοι πλαισίωσαν τα διάφορα αντάρτικα τμήματα, που από τις αρχές του 1943 έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους σε όλη την επικράτεια. Η μεγάλη ανάγκη των οργανώσεων για μόνιμους αξιωματικούς με πολεμική εμπειρία, συναντήθηκε με την γνήσια διάθεση των τελευταίων για ένοπλη δράση, με αποτέλεσμα η Τάξη του 1940 να υπερεκπροσωπείται στο Αντάρτικο, και μάλιστα στον «Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ)» τον οποίον –σημειωτέον– οι περισσότεροι εν ενεργεία στρατιωτικοί εκείνης της εποχής απέφευγαν ως «κομμουνιστικό». Οι πρωτοπόροι αντάρτες της Τάξης ήταν ο Θεόδωρος Ζαλοκώστας (ΠΖ) από τα Θεοδώριανα Άρτας ο οποίος ανέλαβε στρατιωτικός διοικητής του Υπαρχηγείου Τζουμέρκων του ΕΛΑΣ και ο Σπύρος Φραγκινέας (ΠΒ), στρατιωτικός διοικητής του Υπαρχηγείου Πηλίου του ΕΛΑΣ που σχεδίασε την εξόντωση της ιταλικής φρουράς της Τσαγκαράδας (Μάρτιος 1943). Το παράδειγμά τους ακολούθησαν περίπου 30 συμμαθητές τους οι οποίοι θεώρησαν τον ΕΛΑΣ ιδανική ευκαιρία για πολεμική δράση: Αριστείδης Μπλούτσος (ΠΒ), Πέτρος Κονδυλάκης (ΠΖ), Απόστολος Κοκμάδης (ΠΒ), Κώστας Κοντός (ΙΠ), Ελευθέριος Φουντουλάκης (ΠΒ), Ιωάννης Καλλιάνης (ΠΒ), Σωτήρης Τσιτσιπής (ΜΧ), Αριστείδης Λαδιάς (ΠΖ), Κωνσταντίνος Μπασακίδης (ΠΖ), Νικόλαος Τερζόγλου (ΠΖ), Στέφανος Άρχος (ΜΧ), Χρήστος Στεφόπουλος (ΠΒ), Γεώργιος Αγραφιώτης (ΠΖ), Βασίλειος Πουλάς (ΠΖ), Νικόλαος Μέλλιος (ΙΠ) κ.ά. Αν και ο ΕΛΑΣ δεν ακολουθούσε απόλυτα τη στρατιωτική ιεραρχία ούτε κατένειμε τους διοικητές με αυστηρά στρατιωτικά κριτήρια, η επιτακτική ανάγκη που υπήρχε για αξιωματικούς είχε σαν αποτέλεσμα  όλοι σχεδόν οι νεαροί ανθυπολοχαγοί να αναλάβουν διοικήσεις τμημάτων, από λόχο μέχρι σύνταγμα και να αναπτύξουν αντίστοιχη πολεμική δραστηριότητα. Ο Αριστείδης Λαδιάς από το Μεσενικόλα Καρδίτσας εξήλθε νωρίς (Μάρτιος 1943) στα βουνά της Δυτικής Θεσσαλίας σαν απλός αντάρτης, αναδείχθηκε σε ομαδάρχη, λοχαγό και τελικά ανέλαβε καπετάνιος του 52ου Συντάγματος στην περιοχή του Δομοκού. Τραυματίστηκε σοβαρά στη Μάχη του Λιανοκλαδίου (2.8.1944) πολεμώντας εναντίον ενός λόχου του 7ου Συντάγματος Γρεναδιέρων των SS. Ο συμμαθητής του, Απόστολος Κοκμάδης από την Ξάνθη είχε μια ανάλογη πορεία, που ξεκίνησε ωστόσο εντελώς τυχαία. Συνελήφθη τον Οκτώβριο του 1943 από αντάρτες του ΕΛΑΣ στην Πάρνηθα ενώ αναζητούσε τρόπο να συγκροτήσει δική του αντάρτικη μονάδα η να συναντήσει τμήματα του ΕΔΕΣ, προσχώρησε όμως αμέσως στον ΕΛΑΣ και τοποθετήθηκε διοικητής του 2ου Λόχου του Ι/34 Τάγματος Αττικής. Ο Λόχος παρέμενε μόνιμα στην Πάρνηθα και διέθετε περισσότερους από 500 μόνιμους και εφεδρικούς αντάρτες που μπορούσαν να σπεύσουν από όλα τα χωριά της Αττικής για τις επιχειρήσεις εναντίον Γερμανών και Ταγμάτων Ασφαλείας. Ο Χρήστος Στεφόπουλος με ψευδώνυμο «Κίτσος» οργάνωσε το πυροβολικό της ΧΙΙΙ Μεραρχίας Στερεάς Ελλάδας με βάση τα πυροβόλα των 75χλστ. που έπεσαν στα χέρια των ανταρτών μετά την ιταλική συνθηκολόγηση. Ο Σωτήρης Τσιτσιπής με ψευδώνυμο «Λοκρός» από την Αμφίκλεια, ήδη προταθείς για παρασημοφόρηση ως ανθυπολοχαγός μηχανικού στο αλβανικό μέτωπο, εξελίχθηκε από ομαδάρχης σε διοικητής τάγματος στη Λοκρίδα, με σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Γερμανών. Στη Μάχη των Θερμοπυλών (21.9.1943), ο λόχος του ΙΙ/36 Τάγματος τον οποίο διοικούσε προκάλεσε σημαντικές απώλειες στους Γερμανούς. Όπως αφηγήθηκε έναν χρόνο αργότερα ο ίδιος: «Έκανα τη διάταξη των τμημάτων γρήγορα και τοποθετούσα την ομάδα της ΕΠΟΝ στο κεντρικό ύψωμα, καθώς εκείνη τη στιγμή, ώρα 9.20, η διμοιρία Ρουμελιώτη έτρεχε να προλάβει το αριστερό δεσπόζον ύψωμα. Οι Γερμανοί μας χτύπησαν εκείνη τη στιγμή, πρώτα την ΕΠΟΝ και τη διμοιρία Ρουμελιώτη. Αμέσως απαντήσαμε στα πυρά. Στα πρώτα λεπτά σκοτώνεται ένας ΕΠΟΝίτης που κρατούσε οπλοπολυβόλο. Ένας δεύτερος τραυματίζεται στο λαιμό. Τρεις αντάρτες της 1ης διμοιρίας τραυματίζονται σοβαρά και ξεψυχούν και δύο τραυματίζονται ελαφρότερα…Με χειροβομβίδες, ο Λιβανατέος, ο Ξηροβουνιώτης (Γιάννης Τσιτσιπής) και άλλα παλικάρια ξεμπήγουν τους Γερμανούς από το ύψωμα…». Παρά τη χρήση πυροβολικού, οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν να κάμψουν την άμυνα των ανταρτών και ο «Λοκρός» προτάθηκε για το Αριστείο του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα που απένειμε το ΓΣ του ΕΛΑΣ.
Ανάλογο αριθμό ανθυπολοχαγών είχαν και οι άλλες αντάρτικες οργανώσεις. Στις «Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών (ΕΟΕΑ)» του Ναπολέοντα Ζέρβα, ο οποίος είχε προσελκύσει πολλούς αξιωματικούς., βρέθηκαν οι Αντώνιος Τσικούρας (ΜΧ), Απόστολος Στεργιόπουλος (ΠΖ), Απόστολος Μπονώτης (ΠΖ), Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου (ΠΖ), Γεώργιος Ντενίσης (ΠΖ) κ.ά. Στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων του συνταγματάρχη Δημήτριου Ψαρρού που έδρασε στην Παρνασσίδα, έκριναν ταιριαστό να υπηρετήσουν τρεις ρουμελιώτες συμμαθητές, οι Θεόδωρος Καλλικάντζαρος (ΠΖ) από τη Λαμία, Νικόλαος Μακαρέζος (ΠΒ) από τη Γραβιά και Σωτήρης Κοκκόρης (ΠΒ) από τους Άγιους Πάντες Φωκίδας.
Η αιμάτινη σπονδή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα δεν ήταν αμελητέα. Στις 21 Ιουνίου 1943, πέντε μέλη κατασκοπευτικών δικτύων εκτελούνταν από τους Γερμανούς στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Ένας από αυτούς ήταν και ο ανθυπολοχαγός (ΠΒ) Ιωάννης Βαρσόπουλος από την Κόρινθο, δραστήριο μέλος του δικτύου «Προμηθέας ΙΙ» και συνεργάτης της Λέλας Καραγιάννη. Δύο βδομάδες αργότερα (5 Ιουλίου 1943) ο Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου (ΠΖ) από την Αθήνα έπεφτε μαχόμενος εναντίον των Ιταλών στη γέφυρα του Αχελώου, ως διοικητής λόχου στο Αρχηγείο Βάλτου των ΕΔΕΣ-ΕΟΕΑ. Ο τρίτος συμμαθητής που θυσιάστηκε πολεμώντας τους κατακτητές ήταν ο Απόστολος Στεργιόπουλος (ΠΖ) που υπηρετούσε στον ΕΔΕΣ και είχε προβιβαστεί σε υπολοχαγό, σύμφωνα με το πρότυπο των στρατιωτικών προαγωγών ανά τριετία που ακολουθούσε ο ΕΔΕΣ. Σκοτώθηκε στις σκληρές μάχες που έδωσε η μονάδα του –το 3/40 Σύνταγμα των ΕΟΕΑ με διοικητή τον ίλαρχο Γεώργιο Αγόρο (Τάξη 1929)– εναντίον των υποχωρούντων Γερμανών στα υψώματα της Παραμυθιάς, στις 17 Σεπτεμβρίου 1944. Ήταν το τριακοστό πέμπτο και τελευταίο θύμα της Τάξης στον πόλεμο εναντίον του Άξονα. Κατά σύμπτωση, την ίδια ακριβώς μέρα, στη φονική μάχη του Μελιγαλά (17.9.1944), την τρίτη και τελευταία επίθεση στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας οδηγούσαν δύο αδελφικοί φίλοι, συμμαθητές στην ΣΣΕ και τώρα λοχαγοί στο 9ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, οι Κωνσταντίνος Μπασακίδης (ΠΖ) και Ιωάννης Διακουμογιαννόπουλος (ΠΒ). Στην τελική έφοδο, ο Μπασακίδης φώναξε στον φίλο του να προφυλάσσεται από τα πυρά, οπότε ο Διακουμογιαννόπουλος απάντησε: «Γιατί ρε Μπασακίδη, μόνο εσύ είσαι παλικάρι;!». Λίγο αργότερα έπεφτε νεκρός από τα πυρά των ταγματασφαλιτών, ανάμεσα στους οποίους και κάποιοι συμμαθητές του. Ο Εμφύλιος Πόλεμος βρισκόταν ήδη στην κορύφωσή του.

 
ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΣΠΑΡΑΓΜΟΥ

            Ίσως περισσότερο από κάθε άλλη «φουρνιά» ευέλπιδων, η Τάξη του 1940 ενεπλάκη έμπρακτα στις πολύμορφες και σφοδρότατες εμφύλιες συγκρούσεις που ταλάνισαν την χώρα από το 1943 έως το 1949. Οι ραγδαίες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις της Κατοχής που διαμόρφωσαν χάσματα και συμπαγή ιδεολογικά στρατόπεδα δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστο το σώμα των Ελλήνων αξιωματικών, με αποτέλεσμα ο εμφύλιος, τόσο στην πρώτη του φάση (1943-1944 και Δεκεμβριανά), όσο και στη δεύτερη (1946-1949) να καταλύσει με απόλυτο τρόπο τους αδελφικούς δεσμούς που είχαν αναπτυχθεί στα θρανία της Σχολής Ευελπίδων. Στον εμφύλιο που ξέσπασε πριν την Απελευθέρωση της χώρας,  οι επιλογές που είχε μπροστά του ένας αξιωματικός ο οποίος δεν ήθελε να αναμιχθεί στην ενεργό Αντίσταση ήταν λιγοστές. Μετά την αλματώδη αύξηση της επιρροής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τις πρώτες ενδοαντιστασιακές συγκρούσεις που ενεργοποίησαν τα υπάρχοντα αντικομμουνιστικά ένστικτα, συγκροτήθηκε ένα συμπαγές ιδεολογικά αντίπαλο δέος που βασιζόταν στην ανάγκη προάσπισης του «νόμου και της τάξης». Στο πολύμορφο αντιεαμικό στρατόπεδο, οι αξιωματικοί –συμπεριλαμβανομένων πολλών συμμαθητών του Αυγούστου 1940– ήταν φυσικό να συμμετέχουν ενεργά, αν όχι να πρωταγωνιστούν. Με δεδομένο τον συντηρητισμό με τον οποίον είχαν διαποτιστεί στη Σχολή Ευελπίδων, την απουσία ιδεολογικών προτιμήσεων και την δικαιολογημένη (ή όχι) οργή για πράξεις των κομμουνιστών, δεν ήταν λίγοι αυτοί που βρέθηκαν να υπηρετούν στα Τάγματα Ασφαλείας, σε οργανώσεις που συγκροτήθηκαν απευθείας από τους Γερμανούς (ΕΕΣ) ή είχαν διολισθήσει στη συνεργασία με αυτούς (ΠΑΟ) και σε αντικομμουνιστικές ομάδες (Χ), μπαίνοντας με αυτό τον τρόπο ακόμα περισσότερο στο στόχαστρο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Το πρώτο πεδίο μάχης του κατοχικού εμφυλίου ήταν η Πελοπόννησος. Από τις αρχές του 1943, οι περισσότεροι Πελοποννήσιοι αξιωματικοί είχαν συνδεθεί με έναν αντιστασιακό όμιλο αξιωματικών υπό τον τίτλο «Ελληνικός Στρατός (ΕΣ), και επικεφαλής τον συνταγματάρχη Αθανάσιο Γιαννακόπουλο, τον ίλαρχο Τηλέμαχο Βρεττάκο, και τους λοχαγούς Σταύρο Νικολόπουλο και Χρήστο Καραχάλιο και στενή επαφή με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ). Η έντονη ανάγκη συσπείρωσης για ανάληψη δράσης είχε συσπειρώσει την πλειοψηφία των αξιωματικών σε κεντρική, δυτική και νότια Πελοπόννησο, προτού οι ενδοαντιστασιακές διαμάχες θολώσουν το τοπίο. Μεταξύ των 120 περίπου μόνιμων αξιωματικών που επιχειρούσαν μέσω τους ΕΣ να συγκροτήσουν «εθνικό» αντάρτικο βρέθηκαν κάποια στιγμή και οι συμμαθητές Ιωάννης Λαδάς, Ανδρέας Μπόμπος, Τρύφων Αποστολόπουλος, Νικόλαος Μέλιος, Στέφανος Άρχος, Κωνσταντίνος Μπασακίδης, Ιωάννης Κοτσώνης, Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος κ.ά. Οι ομάδες του ΕΣ δεν ανέπτυξαν εθνικοαπελευθερωτική δράση, λόγω των ένοπλων συγκρούσεων με τον ΕΛΑΣ που ξεκίνησαν τον Αύγουστο και κατέληξαν τον Οκτώβριο του 1943 στη διάλυση της οργάνωσης. Σε μια από τις πολλές συμπλοκές αντιστασιακών, καταγράφηκε και το τρίτο θύμα της Τάξης στην κατεχόμενη Ελλάδα (είχαν προηγηθεί, όπως είδαμε, οι Βαρσόπουλος και Κωνσταντίνου): Ο Ιωάννης Καλλιάνης (ΠΖ) από την Καλαμάτα, ένας από τους λίγους συμμαθητές που υπηρετούσε ήδη συνειδητά στον ΕΛΑΣ Μεσσηνίας, σκοτώθηκε σε συμπλοκή στις 17 Αυγούστου 1943 στις Πηγές Αλαγωνίας. Οι εμφύλιες διαμάχες οδήγησαν τους περισσότερους αξιωματικούς να αδρανήσουν, να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή ή να καταταγούν στα Τάγματα Ασφαλείας, ενώ ορισμένοι επέλεξαν να προσχωρήσουν στο στρατόπεδο των «κομμουνιστών», με την θέλησή τους ή εξαναγκαζόμενοι. Στην κατηγορία όσων εντάχθηκαν οικειοθελώς στον ΕΛΑΣ ανήκουν οι Άρχος, Μέλιος και Μπασακίδης που αργότερα ανέπτυξαν θεαματική δράση στον ΕΛΑΣ, ως διμοιρίτες και λοχαγοί, ο πρώτος στο 6ο Σύνταγμα Κορίνθου, οι δύο τελευταίοι στο 9ο Σύνταγμα Μεσσηνίας, όπως είδαμε και παραπάνω. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει ο συμμαθητής τους, Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος (ΠΖ) από την Κάτω Γουμένισα Καλαβρύτων που σχεδόν εκβιάστηκε να ακολουθήσει τους αντάρτες. Όπως γράφει ο ίδιος στην απολογητική μεταπολεμική έκθεσή του προς το Συμβούλιο Στρατιωτικών (1945): «Κατόπιν της πιέσεως ταύτης ηναγκάσθην να ακολουθήσω. Ουδεμίαν υπηρεσίαν μου ανέθεσεν, ούτε διοίκησιν, παρακολουθούμενος και ονειδιζόμενος υπό των κομμουνιστών […] Ενέργειά μου ήτο η εξεύρεσις τρόπου αποχωρήσεως εκ του καρκινώματος τούτου […] Εις τον ΕΛΑΣ υπηρέτησα από 17 Ιουνίου 1943 μέχρι 10 Οκτωβρίου 1943. Από 10 Οκτωβρίου 1943 μέχρι 30 Ιουλίου 1944 παρέμεινα εις το χωρίον μου προσποιούμενος τον πάσχοντα εκ πλευρίτιδος μη αναμιγνυόμενος ουδαμού εις τας κομμουνιστικάς των οργανώσεις».
Μια ξεχωριστή κατηγορία συνιστούν οι ολιγάριθμες περιπτώσεις συμμετοχής στα Τάγματα Ασφαλείας. Εκεί εντάχθηκαν τόσο εκείνοι που δεν είχαν εξαρχής ιδεολογικές ανησυχίες ούτε διάθεση να αναμιχθούν στην Αντίσταση, όσο και αυτοί που θεωρούσαν τον αντικομμουνιστικό αγώνα ως πρώτη προτεραιότητα. Ανάμεσα στους αξιωματικούς που κλήθηκαν τον Ιούνιο του 1943 από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη να υπηρετήσουν στα Τάγματα Ευζώνων (το επίσημο στρατιωτικό σώμα που συγκρότησε το δοσιλογικό κράτος των Αθηνών), βρέθηκαν οι τρεις Αθηναίοι συμμαθητές Βασίλειος Παππάς, Σταύρος Παππάς και Ιωάννης Κοκοτός –όλοι του πεζικού –οι οποίοι μέχρι την Απελευθέρωση θα συμμετάσχουν σε όλες τις αιματηρές επιδρομές και τα μπλόκα στις συνοικίες της Αθήνας, σε συνεργασία με τους Γερμανούς. Στα Τάγματα Ασφαλείας Εύβοιας (Ι Ανεξάρτητο Τάγμα Ευζώνων με έδρα την Χαλκίδα) υπηρέτησε ως διοικητής λόχου στην περιοχή των Ψαχνών, ο Κωνσταντίνος Μπιμπλής (ΠΖ) από την Κάρυστο. Στην Πελοπόννησο η συμμετοχή ήταν αναλογικά μεγαλύτερη, αν και δεν διαθέτουμε άλλα ονόματα, πλην του Ιωάννη Κοτσώνη (ΠΖ) από τη Σκούρα Λακωνίας. Στο Τάγμα Ασφαλείας Ναυπάκτου που συγκροτήθηκε τον Ιούνιο του 1944 με διοικητή τον ταγματάρχη Γεώργιο Καπετσώνη βρέθηκε να υπηρετεί και ο Σωτήρης Κοκκόρης (ΠΒ), ένας από τους επιζώντες της διάλυσης του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων, που κατετάγησαν στα Τάγματα αναζητώντας εκδίκηση από τους κομμουνιστές. Το τέλος του Κόκκορη ήταν άδοξο: Σκοτώθηκε από νάρκη στο στρατόπεδο του Αράξου στην Πάτρα (9.10.1944), όπου είχε καταφύγει το Τάγμα έπειτα από συμφωνία με τον ΕΛΑΣ.
  Από τους συνολικά 20 συμμαθητές που σκοτώθηκαν το διάστημα 1 Μαΐου 1941 μέχρι 31 Ιανουαρίου 1945, οι 13 χάθηκαν από ελληνικά χέρια και ήταν κυρίως θύματα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Εξαιτίας της πολυπλοκότητας των κατοχικών γεγονότων (και της ποικιλομορφίας των προς καταγραφή περιπτώσεων) είναι αδύνατος ο ακριβής προσδιορισμός της «ενοχής» που προσήπτε το ΕΑΜ σε κάθε περίπτωση και μπορούμε να περιοριστούμε στη διαπίστωση πως, ορισμένες φορές, η ιδιότητα του αξιωματικού αποτελούσε από μόνη της επιβαρυντικό στοιχείο.
Σύμφωνα με τα αρχεία του στρατού, ο υπολοχαγός (ΠΒ) Σπυρίδων Δασκαλάκης από το Ρέθυμνο συνελήφθη και εκτελέστηκε από «αναρχικούς» τον Αύγουστο του 1944 στην Ιερισσό της Χαλκιδικής. Ο Δασκαλάκης δεν ανήκε ούτε στα Τάγματα Ασφαλείας ούτε σε κάποια από τις ένοπλες (δοσιλογικές ή μη) οργανώσεις της Μακεδονίας. Υπηρετούσε στη Μέση Ανατολή, ανήκε σε κλιμάκιο βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών και είχε αποβιβαστεί μυστικά στην Χαλκιδική. Συνελήφθη και εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ της περιοχής ως "κατάσκοπος", πράγμα που τον κατατάσσει αυτόματα σε μια από τις πιο τραγικές περιπτώσεις της Τάξης. Την ίδια τύχη είχε και ο Ανδρέας Μπόμπος (ΠΖ) από το Άργος που εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ στο Πόρτο Χέλι της Αργολίδας τον Ιανουάριο του 1944 και για τον οποίον δεν διαθέτουμε περισσότερο συγκεκριμένες πληροφορίες. Ο υπολοχαγός (ΠΖ) Απόστολος Αποστολίδης από την Δράμα, που υπηρετούσε σε Βρετανική υπηρεσία πληροφοριών, ήταν ένα από τα πολλά θύματα της ΟΠΛΑ Θεσσαλονίκης τις παραμονές της Απελευθέρωσης. Στις 12 Οκτωβρίου 1944, μια ομάδα ενόπλων τον απήγαγε από το σπίτι του και τον οδήγησε για εκτέλεση στη συνοικία της Νεάπολης. Ο νεαρός αξιωματικός πρόβαλλε αντίσταση και επιχείρησε να διαφύγει αλλά δέχθηκε πολλές σφαίρες από τους εκτελεστές του, ενώ, σύμφωνα με μια μαρτυρία, το πτώμα του ανακαλύφθηκε αρκετούς μήνες αργότερα και μάλιστα ακέφαλο. Ο υπολοχαγός Δημήτρης Αστέρης (ΠΒ) από την Τρίπολη ήταν το τρίτο κατά σειρά θύμα. Όντας ενεργό μέλος της εθνικιστικής «Χ», εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ τη δεύτερη μέρα των Δεκεμβριανών, αφού συνελήφθη αιχμάλωτος μετά την φονική Μάχη του Θησείου (4.12.1944), ενώ μαχόταν επικεφαλής ενός εκ των φυλακίων της οργάνωσης κοντά στο Αστεροσκοπείο. Την επόμενη μέρα, ο Θεόδωρος Καλλικάντζαρος (ΠΖ), από τους γενναιότερους αξιωματικούς του αντάρτικου 5/42 Συντάγματος, έβρισκε τραγικό τέλος με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Χωρίς να έχει ανάμιξη σε ένοπλες οργανώσεις στην Αθήνα, αφότου είχε διαφύγει των εμφύλιων συγκρούσεων στη Ρούμελη, έπεσε στα χέρια του ΕΛΑΣ ο οποίος τον είχε προγράψει συνδέοντας τον με τον επίσης προγραμμένο λοχαγό και συνεργάτη του Ψαρρού, Ευθύμιο Δεδούση. Τον κατάλογο των εκτελεσμένων συμπληρώνει ο Δημήτριος Μαγκανάρης (ΙΠ) από την Αθήνα που θανατώθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες από την Πολιτοφυλακή του ΕΑΜ στις Τρεις Γέφυρες. Από τις σφαίρες του ΕΛΑΣ στην Αθήνα έπεσε και ο Ιωάννης Παπαϊωάννου από τη Νιγρίτα, επίσης αξιωματικός του Ιππικού, που υπηρετούσε στην 505 Μονάδα. Ο θάνατός του, στις 2 Ιανουαρίου 1945, λίγες ημέρες πριν την ανακωχή των Δεκεμβριανών, συνέπιπτε με το κλείσιμο μιας τραγικής περιόδου της νεώτερης ελληνικής ιστορίας και το άνοιγμα μιας ακόμη τραγικότερης. 
Στις φονικές μάχες του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) χάθηκαν 15 απόφοιτοι της ΣΣΕ της Τάξης του 1940, με το βαθμό του λοχαγού, δηλαδή οι μισοί από όσους είχαν σκοτωθεί στο αλβανικό μέτωπο. Πρώτος στον μακρύ κατάλογο, ο Ευάγγελος Κόζαρης από την Φλώρινα ο οποίος αιχμαλωτίστηκε από τον ΔΣΕ στη Μάχη του Κορύμβου Έβρου, δικάστηκε από Ανταρτοδικείο και εκτελέστηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1946. Ο Ιωάννης Κασάς από την Καλαμάτα απεβίωσε στις 18 Μαΐου 1947 ενώ ανάρρωνε από τα τραύματα που είχε λάβει σε πρόσφατες μάχες. Ο Χαρίλαος Στοφόρος (611 ΤΠ) από την Ενορία Εύβοιας εξαφανίστηκε μετά από συμπλοκή στην Πόβλα Μουργκάνας στις 5 Μαρτίου 1948 και έκτοτε φέρεται ως αγνοούμενος. Ο Ευάγγελος Πασσιάς (516 ΤΠ) από τα Λαγκάδια Αρκαδίας σκοτώθηκε από νάρκη στον Εξαπλάτανο Αλμωπίας στις 22 Απριλίου 1948. Ο Χρήστος Σουραβλάς (ΠΒ) από τα Χάλια Βοιωτίας τραυματίστηκε θανάσιμα στις 25 Μαΐου 1948 ως διοικητής πυροβολαρχίας του 108 Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού (ΣΠΠ). Ο Ελευθέριος Καρατζάς (628 ΤΠ) από την Αθήνα, απεβίωσε στο 406 Στρατιωτικό Νοσοκομείο εξαιτίας πολεμικών τραυμάτων, τον Ιούνιο του 1948. Στις μάχες του Γράμμου (5.8.1948) σκοτώθηκε ο Ιωάννης Κοκοτός (563 ΤΠ) ενώ τρεις ημέρες αργότερα, έχανε τη ζωή του σε δυστύχημα στην περιοχή της Καλαμπάκας ο φίλος του, Βασίλειος Παππάς (ΠΖ) του 930 ΚΔΣ. Τον ίδιο μήνα, ο Αναστάσιος Ζαφείρης (614 ΤΠ) από την Πυρσόγιανη Ιωαννίνων, έπεφτε στις μάχες του Βίτσι (29.8.1948) ενώ λίγο αργότερα, ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου ή Λαχανάς (ΠΒ) χανόταν στη Βελίκα Μουργκάνας (12.9.1948). Ο Σπυρίδων Τρικαλιώτης από την Αθήνα απεβίωσε από τα τραύματά του στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο τον Φεβρουάριο του 1949. Ο Βασίλειος Μανωλάκος (625 ΤΠ) φονεύθηκε στα υψώματα της Σκουληκαριάς Άρτας στις 26 Μαρτίου 1949. Ο Γιώργος Καραγιάννης (ΠΖ) από το Ηράκλειο που υπηρετούσε στην Α’ Μοίρα Καταδρομών (ΛΟΚ) σκοτώθηκε στο Γραμμένο Ιωαννίνων στις 10 Μαΐου 1949. Θύμα του Εμφυλίου πρέπει να θεωρείται και ο Αλέξανδρος Καπόπουλος από τους Κωνσταντίνους Μεσσηνίας που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 26 Ιουνίου 1949, στον τομέα της ΙΧ Μεραρχίας, κοντά στην Καστοριά. Ο Νικόλαος Λαγοπάτης (Τ/Θ) ήταν το τελευταίο θύμα του εμφύλιου σπαραγμού. Σκοτώθηκε με το βαθμό του επιλάρχου στις 4 Ιουλίου 1949, κάπου στη Δυτική Μακεδονία. Στατιστικά, οι 15 συνολικά απώλειες της Τάξης στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση στα έτσι κι αλλιώς υψηλά ποσοστά θνησιμότητας των αξιωματικών την περίοδο 1946-1949.
Στη λίστα των νεκρών του Εθνικού Στρατού θα πρέπει να προσθέσουμε και τα ονόματα των συμμαθητών τους που σκοτώθηκαν πολεμώντας στην άλλη πλευρά του λόφου. Γνωρίζουμε πως στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ), τις αντάρτικες ομάδες του ΚΚΕ, είχαν ενταχθεί οι Απόστολος Κοκμάδης, Κωνσταντίνος Ροζάκης, Νίκος Τερζόγλου, Χρήστος Στεφόπουλος, Θεόδωρος Ζαλοκώστας, Κωνσταντίνος Μπασακίδης, Γιώργος Αγραφιώτης, Κωνσταντίνος Ξηροτύρης, Αριστείδης Λαδιάς και Σωτήρης Τσιτσιπής.  Όλοι τους είχαν αποταχθεί από το στράτευμα επειδή είχαν υπηρετήσει στον ΕΛΑΣ και είχαν γίνει μέλη του ΚΚΕ.  Σύμφωνα με τις αποφάσεις 6, 43, 18, 8, 10, 12 και 14/1945 του Β’ Ειδικού Στρατιωτικού Συμβουλίου, τέθηκαν μαζί με 20 περίπου ακόμα συμμαθητές τους στις τάξεις των «εκτός υπηρεσίας και οργανικών θέσεων τελούντων», ενώ οι Τσιτσιπής και Μπασακίδης προφυλακίστηκαν τον Οκτώβριο του 1945 ως ενεχόμενοι σε φόνους. Σε μια πολυσέλιδη αναφορά του προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, (Δεκέμβριος 1945), γραμμένη στις Φυλακές Ακροναυπλίας, ο Μπασακίδης σημείωνε την δράση του στο αλβανικό μέτωπο, την πρόταση παρασημοφόρησης, τις μάχες εναντίον των Γερμανών και κατέληγε με πικρία, πως «καθ’ όλην την διάρκειαν της Κατοχής ουδέποτε εξετέλεσα πράξεις αντιβαίνουσας προς την τιμήν και αξιοπρέπειαν του αξιωματικού. Ουδέποτε παρεσύρθην από ιδιοτέλειαν και πάντοτε έπραξα το καθήκον μου συμφώνως προς τας διαταγάς ανωτέρων μου και συμμαχικάς επιταγάς». Οι νεκροί αξιωματικοί-αντάρτες του ΔΣΕ ήταν οι εξής: Ο Θεόδωρος Ζαλοκώστας («Παλιούρας») σκοτώθηκε στις 22 Απριλίου 1947 στην περιοχή της Άρτας. Ο Κωνσταντίνος Μπασακίδης, που είχε αναδειχθεί σε επιτελικό αξιωματικό της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΔΣΕ Πελοποννήσου, χάθηκε στις 14 Μαρτίου 1949 στο ύψωμα «Δρακοβούνι» στη Βόρεια Αρκαδία, στην προσπάθειά του να διασπάσει μια ενέδρα των ΛΟΚ. Ένας από τους ελάχιστους επιζώντες αντάρτες της ενέδρας, αφηγήθηκε στον γράφοντα πως ο Μπασακίδης εξέπνευσε μετά από αρκετές ώρες φωνάζοντας τραυματισμένος στο σκοτάδι «Δεν βρίσκεται κανένας να με αποτελειώσει;». Δυο μήνες αργότερα, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, ο Αριστείδης Λαδιάς έχανε τη ζωή του στο ύψωμα Κουλκουθούρια στις 18 Μαίου 1949, κατά τη διάρκεια της αιματοβαμμένης προσπάθειας της 18ης Ταξιαρχίας του ΔΣΕ να ανακαταλάβει το Βίτσι. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του συμμαθητή του από την ΣΣΕ και συμμαχητή του στο ΔΣΕ, Απόστολου Κοκμάδη, που τον συνάντησε την παραμονή της μάχης, «στο πρόσωπό του φαινόταν πως γνώριζε το τέλος του…». Τον ίδιο μήνα χανόταν και ο «Λοκρός». Ο Σωτήρης Τσιτσιπής, επιτελάρχης της 138 Ταξιαρχίας του ΔΣΕ, συνελήφθη αιχμάλωτος στον ορεινό χώρο μεταξύ Άρτας και Τρικάλων, εξαντλημένος και ρακένδυτος, ακολουθώντας τα υπολείμματα των αντάρτικων τμημάτων της Θεσσαλίας. Παραπέμφθηκε απευθείας στο Στρατοδικείο Τρικάλων με διαταγή του Θρασύβουλου Τσακαλώτου και εκτελέστηκε στα τέλη Μαΐου του 1949 στα Τρίκαλα, αν και θρυλείται πως ορισμένοι συμμαθητές του επιχείρησαν να αποτρέψουν την θανατική του καταδίκη. Και οι τέσσερις, όπως και όλοι οι ομόβαθμοί τους μόνιμοι αξιωματικοί, ονομάστηκαν από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ) του ΚΚΕ αντισυνταγματάρχες «τιμημένοι νεκροί» σύμφωνα με την ορολογία των ανταρτών του ΔΣΕ.

ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΧΩΡΑ

Δεκαοκτώ χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, η Τάξη του 1940 επανήλθε στο προσκήνιο, με τρόπο απροσδόκητο και δυναμικό. Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 οργανώθηκε και εκτελέστηκε από μια τριανδρία την οποία αποτελούσαν ο ταξίαρχος Τ/Θ Στυλιανός Παττακός και οι συνταγματάρχες ΠΒ,  Γεώργιος Παπαδόπουλος και Νικόλαος Μακαρέζος, συμμαθητές και ανθυπολοχαγοί του 1940. Ο ηγέτης των πραξικοπηματιών, Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε διατελέσει επανειλημμένα Αρχηγός Τάξης, με το βαθμό του επιλοχία, Αρχηγός Σχολής και αποφοίτησε με σειρά επιτυχίας 2 στο Πυροβολικό. Η εντυπωσιακή προσωπική πορεία του Παπαδόπουλου έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας από τους ιστορικούς της μεταπολεμικής περιόδου, ωστόσο αρκετές πτυχές της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας παραμένουν ακόμα άγνωστες. Γεννημένος τον Μάιο του 1919 στο Ελαιοχώρι Αχαϊας, υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο ως ανθυπολοχαγός, διοικητής ουλαμού πυροβολικού. Την περίοδο της Κατοχής παρέμεινε σχετικά αδρανής, συνδεόμενος μόνο με την οργάνωση Χ στην Αθήνα (οι μαρτυρίες που τον φέρουν αξιωματικό των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πάτρα δεν επιβεβαιώνονται), ενώ μετά το 1945 υπήρξε σημαίνον στέλεχος σε μυστικές οργανώσεις μέσα στους κόλπους του στρατεύματος, οπως την ΕΝΑ (Ένωσις Νέων Αξιωματικών) που αργότερα απορροφήθηκε από τον ΙΔΕΑ. Αποφοίτησε από την Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και την Σχολή Εθνικής Αμύνης και παρασημοφορήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας, τον Πολεμικό Σταυρό και το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων. Ως χαρακτήρας ήταν αυστηρός, πειθαρχικός και ιδιαίτερα φιλόδοξος: «Από τη Σχολή ο Παπαδόπουλος είχε ένα «τουπέ», μια φιλαυτία μπορώ να σου πω, που τον ξεχώριζε κάπως…Ήταν αυτό που θα λέγαμε «σπασίκλας», ωστόσο ποτέ δεν κάρφωσε κανέναν απο μας που πηδάγαμε και καμιά μάντρα –έπαιρνε πάντα την ευθύνη πάνω του– και αυτό μου είχε κάνει εντύπωση». (Μαρτυρία Απόστολου Κοκμάδη). Αυτή η εγνωσμένη από εχθρούς και φίλους φιλοδοξία του Παπαδόπουλου αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο στο γνωστό παρωνύμιο που τον συνόδευε για αρκετά χρόνια προτού αναλάβει «επαναστατικώ δικαίω» την τύχη της χώρας: «Νάσερ της Ελλάδας». Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, μετεκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ και υπηρέτησε σε διάφορες επιτελικές θέσεις και μονάδες πυροβολικού και την περίοδο 1959-1964 εντάχθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ), οπότε και ξεκινά η «σκοτεινή» περίοδος της ζωής του. Διετέλεσε επικεφαλής της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας και Κατασκοπείας (με το βαθμό του ταγματάρχη) αποκτώντας στενές υπηρεσιακές σχέσεις με τα κλιμάκια της CIA στην Ελλάδα. Το 1961, από την θέση του κλαδάρχη της Υπηρεσίας Ειδικών Μελετών της ΚΥΠ πρωταγωνίστησε στη διαμόρφωση του μυστικού κυβερνητικού σχεδίου «Περικλής» που είχε στόχο να πλήξει την πολιτική επιρροή της ΕΔΑ με διάφορα «ειδικά» μέτρα εκτός συνταγματικής νομιμότητας. Το 1964 ήταν διοικητής της 117 ΜΠΠ στην Ορεστιάδα, με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη και εμπλέχθηκε στο περίφημο «σαμποτάζ του Έβρου», μια ενορχηστρωμένη προβοκάτσια που ο ίδιος κατασκεύασε εναντίον ανδρών της μονάδας, με στόχο τη δήθεν ύπαρξη παράνομου κομμουνιστικού δικτύου στον Έβρο. Παραπέμφθηκε ως ηθικός αυτουργός βασανιστηρίων στη Στρατιωτική Δικαιοσύνη αλλά απαλλάχθηκε, δείγμα της ήδη εδραιωμένης φήμης του και των ισχυρών γνωριμιών που διέθετε στην ιεραρχία των ενόπλων δυνάμεων αλλά και μια προσωπική-οικογενειακή σχέση με την οικογένεια του Γεωργίου Παπανδρέου. Το 1966 προήχθη σε συνταγματάρχη με το βαθμό του συνταγματάρχη ως υποδιευθυντής του ΙΙΙ Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΣ, οπότε και ξεκίνησε η προπαρασκευή της «επανάστασης». Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ανέλαβε διαδοχικά Υπουργός Προεδρίας, πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Εξωτερικών. Στις 21 Μαρτίου 1972 αντικατέστησε τον (διορισμένο) αντιβασιλέα Γεώργιο Ζωιτάκη στην αντιβασιλεία και τον Ιούνιο του 1973, μετά από νώθο κυρωτικό δημοψήφισμα, ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία με προσωρινό πρόεδρο δημοκρατίας τον ίδιο και αντιπρόεδρο τον Οδυσσέα Αγγελή.
Τα κυβερνητικά σχήματα της επταετίας 1967-1974 που έμεινε στο νεοελληνικό λεξιλόγιο ως «Χούντα των Συνταγματαρχών» στελέχωσαν πράγματι αρκετοί συνταγματάρχες, εκ των οποίων αρκετοί απόφοιτοι της Τάξης, όπως ο Ιωάννης Λαδάς ως Υπουργός Εσωτερικών και ο Νικόλαος Γκαντώνας που το 1968 ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ο Τρύφωνας Αποστολόπουλος διορίστηκε διευθυντής στην πειραματική τηλεόραση των Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ και στη συνέχεια ΥΕΝΕΔ), ενώ ο Γρηγόριος Μπονάνος ανέλαβε Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ), θέση από την οποία «καθοδήγησε» την δραματική εμπλοκή της χώρας στον τραγικό πόλεμο της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974. Να σημειωθεί πως ο Μπονάνος ήταν ο μόνος από την Τάξη του 1940 που έφτασε στο βαθμό του Στρατηγού.
Κλείνοντας την αναφορά στην περίοδο της Δικτατορίας, πρέπει να σταθούμε σε μια ακόμα περίπτωση που επιβεβαιώνει με τρόπο απόλυτο (όσο και τραγικό) πως η Τάξη του 1940  κάλυψε κάθε πιθανό πολιτικό στρατόπεδο κατά τη διάρκεια της ταραγμένης εμφυλιακής και μετεμφυλιακής περιόδου: Ο συνταγματάρχης ΠΖ, Δημήτριος Οπρόπουλος –πρώτος αριστούχος ανάμεσα στους νεαρούς ανθυπολοχαγούς 29 χρόνια πριν (σειρά επιτυχίας 1 στο Πεζικό) και αξιωματικός μεγάλου κύρους– βρέθηκε στις πρώτες γραμμές της αντιδικτατορικής αντίστασης. Στα πλαίσια του βασιλικού αντιπραξικοπήματος της 13ης Δεκεμβρίου 1967, σχεδίαζε (ως διοικητής τάγματος) μαζί με αρκετούς ομόβαθμούς του την κατάληψη διαφόρων στρατοπέδων στην Αττική, καθώς και της ΑΣΔΕΝ. Η κίνηση απέτυχε και όλοι οι μετέχοντες συνελήφθησαν. Ο ίδιος ο Οπρόπουλος εξορίστηκε και βασανίστηκε –κατά τραγική ειρωνεία, από τους πρώην συμμαθητές του– και έμεινε παράλυτος από τη μέση και κάτω. Η Χούντα του επέτρεψε να εγκατασταθεί στο Λονδίνο, από όπου και συνέχισε τη δράση του εναντίον του καθεστώτος.
Στις 23 Αυγούστου 1975, ο πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, Ιωάννης Ντεγιάννης διάβασε την απόφαση της ιστορικής «Δίκης των Πρωταιτίων» του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου που καταδίκαζε σε θάνατο και καθαίρεση τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Νικόλαο Μακαρέζο και Στυλιανό Παττακό, με τις κατηγορίες της στάσης και της εσχάτης προδοσίας. Η μετατροπή της ποινής σε ισόβια από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ήταν το συμβολικό τέλος της «μακράς» εμφυλιακής περιόδου, ενώ σηματοδότησε την «αποστράτευση» μιας ολόκληρης γενιάς  στρατιωτικών που επί δεκαετίες πρωταγωνιστούσε στα δρώμενα, ξεκινώντας από το αλβανικό μέτωπο και φτάνοντας μέχρι το σημείο να κυβερνήσει δικτατορικά την χώρα.  

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

            Η Μεταπολίτευση βρήκε την Τάξη διχασμένη και σκορπισμένη. Το 1980, με πρωτοβουλία του απόφοιτου της Τάξης και τότε ταξίαρχου ΠΖ Μελέτη Κριεκούκη, εκδόθηκε και κυκλοφόρησε ανάμεσα στους παλιούς συμμαθητές το αναμνηστικό λεύκωμα της Τάξης με πλήρη ονομαστικά στοιχεία, στατιστικές απωλειών, ακόμα και ανέκδοτα. Από εκεί πληροφορούμαστε ότι από τους 289 αποφοιτήσαντες βρίσκονταν τότε στη ζωή οι 190 εκ των οποίων 23 έφεραν το βαθμό του αντιστράτηγου, 55 του υποστράτηγου, 39 του ταξίαρχου, 13 του συνταγματάρχη και 13 του αντισυνταγματάρχη. Υπήρχαν επίσης και 36 που έφεραν τον βαθμό του υπολοχαγού και προφανώς ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν την καριέρα του στρατιωτικού επειδή θέλησαν να ιδιωτεύσουν ή είχαν αποταχθεί από το στράτευμα ως «κομμουνιστές». Ωστόσο, μετά την αποστρατεία και των τελευταίων εν ενεργεία αξιωματικών στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι συναντήσεις των παλιών συμμαθητών που είχαν καθιερωθεί τουλάχιστον μια φορά το χρόνο (το μήνα Οκτώβριο) στη Λέσχη Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΛΑΕΔ) στο Σαρόγλειο Μέγαρο υπερέβαιναν στην πράξη όλες τις διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος. Είναι δε χαρακτηριστικό πως το Λεύκωμα της Τάξης είναι το μοναδικό αναμνηστικό λεύκωμα αποφοίτων της ΣΣΕ (ιδιαίτερα σε σχέση με τα αντίστοιχα των τάξεων 1939, 1940β/1941, 1942 και 1943) που παραθέτει στοιχεία για όλους ανεξαιρέτως τους πεσόντες «αδέλφια-συμμαθητές», ακόμα και αυτούς που σκοτώθηκαν στον ΕΛΑΣ ή στο ΔΣΕ, χωρίς αξιολογικούς προσδιορισμούς ή πολιτικές αιχμές. Δεκαετίες αργότερα, στους παλαίμαχους παρέμενε μόνο η ανάμνηση της αδελφικής φιλίας της Ευελπίδων και η αίσθηση πως όλοι αγάπησαν την πατρίδα με τον τρόπο τους.


ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(1) Αρχείο ΓΕΣ/ΥΣΑ.
(2) Αρχείο Εβραικού Μουσείου Ελλάδας (ΕΜΕ).
(3) Η ΤΑΞΙΣ ΜΑΣ 1940 (ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ), Κείμενον-επιμέλεια Μελέτης Κριεκούκης, Φεβρουάριος 1980.
(4) Γιάννης Πριόβολος: ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΩΣ Ή ΕΞ ΑΝΑΓΚΗΣ. ΜΟΝΙΜΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΟΝ ΕΛΑΣ. Εκδόσεις Αλφειός, Αθήνα 2009.
(5) ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ 1975. Εκδοση εφημερίδας «Καθημερινή», Αθήνα, 1998.
(6) Προφορικές μαρτυρίες Απόστολου Κοκμάδη (συνταγματάρχης ΠΒ ε.α.), Σταύρου Παππά (αντιστράτηγος ΠΖ ε.α.), Γεώργιου Βαγενά (αντιστράτηγος ΠΒ ε.α.), Σπυρίδωνα Μπάνου (ταξίαρχου ΔΒ ε.α.).  
(7) http://folders.skai.gr/main/theme?id=204&locale=el


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου